ελληνικά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Αν θέλετε, μερικές σχετικές λέξεις που αφορούν τα ν.ελλ. Θα με βοηθούσε αν ήταν όλες συγκεντρωμένες εδω
→‎{{επίρρημα|el}}: συν +ελληνιστί
Γραμμή 115: Γραμμή 115:
# χρησιμοποιώντας την ελληνική γλώσσα
# χρησιμοποιώντας την ελληνική γλώσσα
# με [[ελληνικό]] [[τρόπο]], [[σύμφωνα]] με τα {{λ}} [[έθιμα]]
# με [[ελληνικό]] [[τρόπο]], [[σύμφωνα]] με τα {{λ}} [[έθιμα]]
#: {{συνων}} [[ελληνικώς]], [[ελληνότροπα]], [[ελληνοτρόπως]]
#: {{συνων}} [[ελληνιστί]] [[ελληνικώς]], [[ελληνότροπα]], [[ελληνοτρόπως]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 14:02, 27 Μαΐου 2018

Δείτε επίσης: Κατηγορία:Ελληνική γλώσσα

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ελληνικά
      γενική των ελληνικών
    αιτιατική τα ελληνικά
     κλητική ελληνικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελληνικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ελληνικός

Ουσιαστικό

ελληνικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Άλλες μορφές

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Για τη νέα ελληνική

και τις διαλέκτους της

Επίσης:

Μεταφράσεις

Επίρρημα

ελληνικά

  1. χρησιμοποιώντας την ελληνική γλώσσα
  2. με ελληνικό τρόπο, σύμφωνα με τα ελληνικά έθιμα
     συνώνυμα: ελληνιστί ελληνικώς, ελληνότροπα, ελληνοτρόπως

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ελληνικά