ανέραστος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Αναιρέθηκε Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
μ Αφαίρεση μη-επαληθεύσιμων νεολογισμών
Γραμμή 10: Γραμμή 10:
#που δεν [[ερωτεύομαι|ερωτεύεται]], που ζει χωρίς [[έρωτας|έρωτα]] στη ζωή του
#που δεν [[ερωτεύομαι|ερωτεύεται]], που ζει χωρίς [[έρωτας|έρωτα]] στη ζωή του
#{{κτεπε}} [[άκαρδος]], [[σκληρός]]
#{{κτεπε}} [[άκαρδος]], [[σκληρός]]
#ο [[ασεξουαλικός]], ο [[ασέξουαλ]]
===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====
* [[ανερώτευτος]]
* [[ανερώτευτος]]
===={{μερική συνωνυμία|el}}====
* [[ασεξουαλικός]]
* [[ασέξουαλ]]


===={{αντώνυμα}}====
===={{αντώνυμα}}====

Αναθεώρηση της 22:00, 30 Μαΐου 2018

Δείτε επίσης: ἀνέραστος

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανέραστος η ανέραστη το ανέραστο
      γενική του ανέραστου της ανέραστης του ανέραστου
    αιτιατική τον ανέραστο την ανέραστη το ανέραστο
     κλητική ανέραστε ανέραστη ανέραστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανέραστοι οι ανέραστες τα ανέραστα
      γενική των ανέραστων των ανέραστων των ανέραστων
    αιτιατική τους ανέραστους τις ανέραστες τα ανέραστα
     κλητική ανέραστοι ανέραστες ανέραστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

σφάλμα

Κλίνεται όπως το ανώμαλος οξύφωνου-οξυφώνου κι όχι σαν το καλός ή όμορφος

Ετυμολογία

ανέραστος < (ελληνιστική κοινήἀνέραστος < αρχαία ελληνική ἐράω / ἐρῶ

Επίθετο

ανέραστος, -η, -ο

  1. που δεν ερωτεύεται, που ζει χωρίς έρωτα στη ζωή του
  2. (κατ’ επέκταση) άκαρδος, σκληρός

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις