αβάντζο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
ορισμ, μορφή, εκφρ.
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{προσχέδιο}}
{{el-κλίσ-'πεύκο'}}
{{el-κλίσ-'πεύκο'}}

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ it}} [[avanzo]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|it|el|avanzo}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
# [[πλεονέκτημα]]
# όταν δυο παίκτες τυχερών παιχνιδιών ανεβάζουν το στοίχημα
# [[προκαταβολή]]

===={{μορφές}}====
* [[αβάντσο]]

===={{εκφράσεις}}====
* '''δίνω αβάντζο''': ''λέγεται όταν δίνουμε κάποιο πλεονέκτημα στον αντίπαλο, για παράδειγμα όταν παίζουμε με ένα πιόνι λιγότερο στο σκάκι''
* '''πάμε αβάντζο;''': ''ερώτηση για παράταση από παίκτη που χάνει είτε ανεβάζοντας το στοίχημα είτε τους πόντους είτε το χρόνο λήξης''

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
{{βλ|πλεονέκτημα|προκαταβολή}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|XXX}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} -->
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|XXX}} -->
<!-- * {{de}} : {{τ|de|XXX}} -->
<!-- * {{he}} : {{τ|he|XXX}} -->
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} -->
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|XXX}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|XXX}} -->
<!-- * {{es}} : {{τ|es|XXX}} -->
<!-- * {{it}} : {{τ|it|XXX}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} -->
<!-- * {{ko}} : {{τ|ko|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
<!-- * {{nl}} : {{τ|nl|XXX}} -->
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|XXX}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} -->
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|XXX}} -->
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|XXX}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} -->
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|XXX}} -->
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} -->
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|XXX}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}



Αναθεώρηση της 11:27, 24 Ιουνίου 2018

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'πεύκο'

Ετυμολογία

αβάντζο < ιταλική avanzo

Ουσιαστικό

αβάντζο ουδέτερο

  1. πλεονέκτημα
  2. προκαταβολή

Άλλες μορφές

Εκφράσεις

  • δίνω αβάντζο: λέγεται όταν δίνουμε κάποιο πλεονέκτημα στον αντίπαλο, για παράδειγμα όταν παίζουμε με ένα πιόνι λιγότερο στο σκάκι
  • πάμε αβάντζο;: ερώτηση για παράταση από παίκτη που χάνει είτε ανεβάζοντας το στοίχημα είτε τους πόντους είτε το χρόνο λήξης

Μεταφράσεις