τραβέρσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ απλοποίηση προτ. κλίσης
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 11: Γραμμή 11:
# {{γενικ}} ξύλινο ή μεταλλικό δοκάρι που χρησιμοποιείται σε κατασκευές
# {{γενικ}} ξύλινο ή μεταλλικό δοκάρι που χρησιμοποιείται σε κατασκευές
# λεπτό, μεγάλο και μακρόστενο [[υφαντό]] ή [[πλεκτό]] που χρησιμοποιείται σαν διακοσμητικό σε έπιπλα
# λεπτό, μεγάλο και μακρόστενο [[υφαντό]] ή [[πλεκτό]] που χρησιμοποιείται σαν διακοσμητικό σε έπιπλα

===={{βλέπε}}====
* [[τεγίδα]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 16:38, 5 Αυγούστου 2018

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραβέρσα οι τραβέρσες
      γενική της τραβέρσας των (τραβερσών)
    αιτιατική την τραβέρσα τις τραβέρσες
     κλητική τραβέρσα τραβέρσες
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τραβέρσα < Πρότυπο:ετυμ it traversa

Ουσιαστικό

τραβέρσα θηλυκό

  1. δοκάρι που χρησιμοποιείται σταυρωτά με κάποιο άλλο σε κατασκευές
  2. (ειδικότερα) το δοκάρι, συνήθως ξύλινο, πάνω στο οποίο στηρίζονται οι μεταλλικές ράγες στο σιδηροδρομικό δίκτυο
  3. (γενικότερα) ξύλινο ή μεταλλικό δοκάρι που χρησιμοποιείται σε κατασκευές
  4. λεπτό, μεγάλο και μακρόστενο υφαντό ή πλεκτό που χρησιμοποιείται σαν διακοσμητικό σε έπιπλα

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις