εξογκώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη κατηγορίας Ρήματα σε -ώνω |
μ Αντικατάσταση el-κλίσ-'ενώνω' με el-κλίσ-'δηλώνω' |
||
Γραμμή 14: | Γραμμή 14: | ||
===={{κλίση}}==== |
===={{κλίση}}==== |
||
{{el-κλίσ-' |
{{el-κλίσ-'δηλώνω'}} |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 09:43, 24 Αυγούστου 2018
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξογκώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
εξογκώνω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξογκώνω | εξόγκωνα | θα εξογκώνω | να εξογκώνω | εξογκώνοντας | |
β' ενικ. | εξογκώνεις | εξόγκωνες | θα εξογκώνεις | να εξογκώνεις | εξόγκωνε | |
γ' ενικ. | εξογκώνει | εξόγκωνε | θα εξογκώνει | να εξογκώνει | ||
α' πληθ. | εξογκώνουμε | εξογκώναμε | θα εξογκώνουμε | να εξογκώνουμε | ||
β' πληθ. | εξογκώνετε | εξογκώνατε | θα εξογκώνετε | να εξογκώνετε | εξογκώνετε | |
γ' πληθ. | εξογκώνουν(ε) | εξόγκωναν εξογκώναν(ε) |
θα εξογκώνουν(ε) | να εξογκώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξόγκωσα | θα εξογκώσω | να εξογκώσω | εξογκώσει | ||
β' ενικ. | εξόγκωσες | θα εξογκώσεις | να εξογκώσεις | εξόγκωσε | ||
γ' ενικ. | εξόγκωσε | θα εξογκώσει | να εξογκώσει | |||
α' πληθ. | εξογκώσαμε | θα εξογκώσουμε | να εξογκώσουμε | |||
β' πληθ. | εξογκώσατε | θα εξογκώσετε | να εξογκώσετε | εξογκώστε | ||
γ' πληθ. | εξόγκωσαν εξογκώσαν(ε) |
θα εξογκώσουν(ε) | να εξογκώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξογκώσει | είχα εξογκώσει | θα έχω εξογκώσει | να έχω εξογκώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξογκώσει | είχες εξογκώσει | θα έχεις εξογκώσει | να έχεις εξογκώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξογκώσει | είχε εξογκώσει | θα έχει εξογκώσει | να έχει εξογκώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξογκώσει | είχαμε εξογκώσει | θα έχουμε εξογκώσει | να έχουμε εξογκώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξογκώσει | είχατε εξογκώσει | θα έχετε εξογκώσει | να έχετε εξογκώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξογκώσει | είχαν εξογκώσει | θα έχουν εξογκώσει | να έχουν εξογκώσει |
|
Μεταφράσεις
εξογκώνω
|