ξαπλώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
μ Αντικατάσταση el-κλίσ-'ενώνω' με el-κλίσ-'δηλώνω'
Γραμμή 24: Γραμμή 24:


===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'ενώνω'|ξαπλώ|ξάπλω|ξαπλω}}
{{el-κλίσ-'δηλώνω'}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 10:03, 24 Αυγούστου 2018

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξαπλώνω < ἐξαπλώνω < αρχαία ελληνική ἐξαπλῶ

Ρήμα

ξαπλώνω , πρτ.: ξάπλωνα, στ.μέλλ.: θα ξαπλώσω, αόρ.: ξάπλωσα, παθ.φωνή: ξαπλώνομαι, μτχ.π.π.: ξαπλωμένος

  1. τοποθετώ τον εαυτό μου σε οριζόντια θέση
  2. πέφτω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ ή απλώς να ξεκουραστώ
    θα πάω να ξαπλώσω για λίγο
  1. τοποθετώ κάποιον σε οριζόντια θέση, στο κρεβάτι
  2. ρίχνω κάποιον στο έδαφος με δυνατό χτύπημα

Παράγωγα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις