βασανισμένος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ προσθήκη κλίσης στις μετοχές -μένος -μενος |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'όμορφος'}} |
|||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
Αναθεώρηση της 08:49, 25 Αυγούστου 2018
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βασανισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βασανίζω
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μετοχή
βασανισμένος -η -ο
- που έχει υποστεί βασανιστήρια
- που έχει περάσει πολλά βάσανα στη ζωή του
Μεταφράσεις
βασανισμένος
|