τρέφω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτα: Άδειασμα περιεχομένου σελίδας
μ Ανάκληση των αλλαγών 176.92.185.5 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση 37.6.3.151
Ετικέτα: Επαναφορά
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[#Αρχαία ελληνικά (grc)|τρέφω]]
==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|ˈtɾɛ.fɔ|γλ=el}}
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|έτρεφα|θρέψω|έθρεψα|τρέφομαι|θρεμμένος}}
# [[παρέχω]] σε κάποιον [[τροφή]], [[φαγητό]]
# [[παρέχω]] σε κάποιον τα μέσα για να ζήσει
# [[έχω]], [[νιώθω]]
#: '''''τρέφω''' μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του''
# αφήνω να αναπτυχθεί
#: '''''τρέφω''' μούσι''
# [[εκτρέφω]] ζώα
# ''(για τραύμα / πληγή)'' [[επουλώνομαι]], [[κλείνω]]

===={{συγγενικά}}====
* [[αγελαδοτροφία]]
* [[αγελαδοτρόφος]]
* [[αιγοτροφία]]
* [[αιγοτρόφος]]
* [[κτηνοτροφία]]
* [[κτηνοτρόφος]]
* [[πτηνοτροφία]]
* [[πτηνοτρόφος]]
* [[πτηνοτροφείο]]
* [[ιχθυοτροφία]]
* [[ιχθυοτρόφος]]
* [[ιχθυοτροφείο]]
* [[μελισσοτροφία]]
* [[μελισσοτρόφος]]
* [[μελισσοτροφείο]]
* [[ορνιθοτροφία]]
* [[ορνιθοτρόφος]]
* [[ορνιθοτροφείο]]
* [[σηροτροφία]]
* [[σηροτρόφος]]
* [[σηροτροφείο]]
* [[διατροφή]]
* [[διατροφικός]]
* [[ατροφία]]
* [[ατροφικός]]
* [[ανατροφέας]]
* [[ανατροφή]]
* [[ανατροφοδότηση]]
* [[ανατροφοδοτώ]]
* [[ανατροφοδοτούμενος]]
* [[επανατροφοδότηση]]
* [[επανατροφοδοτώ]]
* [[επανατροφοδότης]]
* [[επανατροφοδοτικός]]
* [[τροφοδοσία]]
* [[τροφοδοτώ]]
* [[τροφοδότης]]
* [[τροφοδοτημένος]]
* [[τροφοδοτικός]]
* [[τροφός]]
* [[εκτροφέας]]
* [[εκτροφείο]]
* [[θρεπτικός]]
* [[τροφή]]
* [[τροφείο]]
* [[-τροφείο]]
* [[-τροφία]]
* [[-τρόφος]]

==={{σύνθετα}}===
* [[ανατρέφω]]
* [[διατρέφω]]
* [[εκτρέφω]]

===={{κλίση}}====
{{el-κλίσ-'δένω'|τρέφ|τρεφ|θρέψ|θρεψ|θρεμμ}}

===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|feed}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} -->
{{μτφ-μέση}}
* {{fr}} : {{τ|fr|nourrir}}
<!-- * {{de}} : {{τ|de|XXX}} -->
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} -->
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} -->
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|XXX}} -->
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|XXX}} -->
<!-- * {{io}} : {{τ|io|XXX}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|XXX}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|XXX}} -->
<!-- * {{es}} : {{τ|es|XXX}} -->
<!-- * {{it}} : {{τ|it|XXX}} -->
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|XXX}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|XXX}} -->
<!-- * {{ko}} : {{τ|ko|XXX}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|XXX}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|XXX}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|XXX}} -->
<!-- * {{nl}} : {{τ|nl|XXX}} -->
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|XXX}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} -->
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|XXX}} -->
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|XXX}} -->
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} -->
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|XXX}} -->
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} -->
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} -->
<!-- * {{sl}} : {{τ|sl|XXX}} -->
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|XXX}} -->
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|XXX}} -->
{{μτφ-τέλος}}

{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 20:39, 16 Οκτωβρίου 2018

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τρέφω < αρχαία ελληνική τρέφω

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ρήμα

τρέφω, πρτ.: έτρεφα, στ.μέλλ.: θα θρέψω, αόρ.: έθρεψα, παθ.φωνή: τρέφομαι, μτχ.π.π.: θρεμμένος

  1. παρέχω σε κάποιον τροφή, φαγητό
  2. παρέχω σε κάποιον τα μέσα για να ζήσει
  3. έχω, νιώθω
    τρέφω μεγάλη εμπιστοσύνη στις ικανότητές του
  4. αφήνω να αναπτυχθεί
    τρέφω μούσι
  5. εκτρέφω ζώα
  6. (για τραύμα / πληγή) επουλώνομαι, κλείνω

Συγγενικά

Σύνθετα

Κλίση

Μεταφράσεις