εκ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 17: | Γραμμή 17: | ||
*#: ''συμβιβάστηκα '''εξ ανάγκης''' (= από ανάγκη)'' |
*#: ''συμβιβάστηκα '''εξ ανάγκης''' (= από ανάγκη)'' |
||
*# το διαιρεμένο σύνολο |
*# το διαιρεμένο σύνολο |
||
*#: '' |
*#: ''ελάχιστοι διορίστηκαν τελικά '''εκ των χιλιάδων υποψηφίων''''' |
||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
Αναθεώρηση της 19:50, 2 Δεκεμβρίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εκ < αρχαία ελληνική ἐκ
Πρόθεση
εκ ή (πριν από φωνήεν) εξ
- (λόγιο) συντάσσεται με γενική και δηλώνει:
- χρόνο
- το ήξερα εκ των προτέρων (= από πριν)
- προέλευση από ένα τόπο
- παραλάβαμε ένα δέμα εκ Παρισίων (= από το Παρίσι)
- τρόπο
- τα λες αυτά εκ του ασφαλούς
- αιτία
- συμβιβάστηκα εξ ανάγκης (= από ανάγκη)
- το διαιρεμένο σύνολο
- ελάχιστοι διορίστηκαν τελικά εκ των χιλιάδων υποψηφίων
- χρόνο
Συγγενικά
Εκφράσεις
- εκ των προτέρων / εκ των υστέρων: από πριν, εγκαίρως / μετά (από κάτι), όταν είναι πια αργά
- ως εκ θαύματος: σαν από θαύμα
- εκ πρώτης όψεως: με την πρώτη ματιά
- εκ διαμέτρου αντίθετος: εντελώς αντίθετος
Συνώνυμα
- από (+ αιτιατική)