ειδικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 2A02:587:C41D:EB00:11C0:C635:6FD0:CE61 (συζήτηση) επιστροφή στην προη... Ετικέτα: Επαναφορά |
|||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
{{el-κλίσ-'καλός'}} |
{{el-κλίσ-'καλός'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el}} [[εἰδικός]] < [[εἶδος]] < {{ετυμ ine-pro|EL}} *''wéydos'' < *''weyd''- ([[βλέπω]]) |
||
==={{προφορά}}=== |
|||
{{ΔΦΑ|i.ði.ˈkɔs|γλ=el}} |
|||
⚫ | |||
* [[ιδικός]] |
|||
==={{επίθετο|el}}=== |
==={{επίθετο|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}, -ή, -ό''' |
'''{{PAGENAME}}, -ή, -ό''' |
||
# που αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, πράγμα ή [[είδος]] |
# που αναφέρεται σε συγκεκριμένο [[πρόσωπο]], [[πράγμα]] ή [[είδος]] |
||
#: ''η συγκεκριμένη ασθένεια έχει κάποια '''ειδικά''' χαρακτηριστικά που επιβάλλουν την αντιμετώπισή της με '''ειδικά''' φάρμακα'' |
#: ''η συγκεκριμένη ασθένεια έχει κάποια '''ειδικά''' χαρακτηριστικά που επιβάλλουν την αντιμετώπισή της με '''ειδικά''' φάρμακα'' |
||
#: {{αντων}} [[γενικός]] |
#: {{αντων}} [[γενικός]] |
||
Γραμμή 25: | Γραμμή 31: | ||
===={{συγγενικά|el}}==== |
===={{συγγενικά|el}}==== |
||
{{((}} |
|||
⚫ | |||
*[[ανειδίκευτος]] |
|||
* |
*[[ειδικά]] |
||
⚫ | |||
* |
*[[ειδίκευση]] |
||
*[[ειδικεύω]] |
|||
⚫ | |||
⚫ | |||
* |
*[[ειδικώς]] |
||
*[[εξειδίκευση]] |
|||
*[[εξειδικεύω]] |
|||
⚫ | |||
{{))}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 06:43, 30 Δεκεμβρίου 2018
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ειδικός | η | ειδική | το | ειδικό |
γενική | του | ειδικού | της | ειδικής | του | ειδικού |
αιτιατική | τον | ειδικό | την | ειδική | το | ειδικό |
κλητική | ειδικέ | ειδική | ειδικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ειδικοί | οι | ειδικές | τα | ειδικά |
γενική | των | ειδικών | των | ειδικών | των | ειδικών |
αιτιατική | τους | ειδικούς | τις | ειδικές | τα | ειδικά |
κλητική | ειδικοί | ειδικές | ειδικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- ειδικός < αρχαία ελληνική εἰδικός < εἶδος < Πρότυπο:ετυμ ine-pro *wéydos < *weyd- (βλέπω)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ομώνυμα / Ομόηχα
Επίθετο
ειδικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, πράγμα ή είδος
- που έχει εξειδικευμένες γνώσεις και μεγάλη εμπειρία σε έναν τομέα, που τον κατέχει σε βάθος
- ειδικοί επιστήμονες εξετάζουν τη βλάβη του αντιδραστήρα
- και ως ουσιαστικό
- θα ασχοληθούν με το θέμα οι ειδικοί
- Πρότυπο:γραμμ ειδικοί σύνδεσμοι: οι σύνδεσμοι ότι και πως οι οποίοι εισάγουν δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις που συμπληρώνουν το νόημα ρημάτων λεκτικών, γνωστικών, αισθήσεως, γνώμης, φόβου κλπ
- ειδικές προτάσεις: οι προτάσεις που εισάγονται με αυτούς τους συνδέσμους
- ειδικό απαρέμφατο: το απαρέμφατο της αρχαίας ελληνικής που μεταφράζεται στα νέα ελληνικά με ειδική πρόταση
Συνώνυμα
Συγγενικά
- ανειδίκευτος
- ειδικά
- ειδίκευση
- ειδικεύω
- ειδικότητα
- ειδικώς
- εξειδίκευση
- εξειδικεύω
- → δείτε τη λέξη είδος
Μεταφράσεις
ειδικός