εμπιστοσύνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
|||
Γραμμή 21: | Γραμμή 21: | ||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|confiance}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|confiance}} |
||
* {{de}} : {{τ|de|Vertrauen}} |
|||
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{he}} : {{τ|he|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{he}} : {{τ|he|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 23:12, 13 Ιανουαρίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμπιστοσύνη | ||
γενική | της | εμπιστοσύνης | ||
αιτιατική | την | εμπιστοσύνη | ||
κλητική | εμπιστοσύνη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- εμπιστοσύνη < μεσαιωνική ελληνική εμπιστοσύνη < έμπιστος + -οσύνη
Ουσιαστικό
εμπιστοσύνη θηλυκό, μόνο στον ενικό
- το να πιστεύεις ότι κάποιος έχει ορισμένες ικανότητες, ιδιότητες ή αρετές και να μπορείς να στηριχτείς πάνω του
- Πρότυπο:πολιτ η στήριξη που παρέχει η πλειοψηφία του κοινοβουλίου σε μια κυβέρνηση
Συγγενικά
- αυτοεμπιστοσύνη
- → δείτε τις λέξεις έμπιστος και πίστη