υφαρπάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 65: | Γραμμή 65: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
Αρχαία κλίση |
|||
Αοριστός |
|||
υφάρπασα |
|||
υφάρπασας |
|||
υφάρπασε |
|||
υφαρπάσαμεν |
|||
υφαρπάσατε |
|||
υφάρπασαν |
Αναθεώρηση της 16:30, 25 Φεβρουαρίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- υφαρπάζω < ὑφ- (ὑπό) + ἁρπάζω
Ρήμα
υφαρπάζω
- οικειοποιούμαι κάτι που δεν είναι δικό μου με επιτήδειο τρόπο
- μου υφάρπαξε τα έγγραφα
- καταφέρνω να αποσπάσω κάτι από κάποιον με επιτήδειο τρόπο
- δεν μπορείς να υφαρπάξεις τη συγκατάθεσή μου
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υφαρπάζω | υφάρπαζα | θα υφαρπάζω | να υφαρπάζω | υφαρπάζοντας | |
β' ενικ. | υφαρπάζεις | υφάρπαζες | θα υφαρπάζεις | να υφαρπάζεις | υφάρπαζε | |
γ' ενικ. | υφαρπάζει | υφάρπαζε | θα υφαρπάζει | να υφαρπάζει | ||
α' πληθ. | υφαρπάζουμε | υφαρπάζαμε | θα υφαρπάζουμε | να υφαρπάζουμε | ||
β' πληθ. | υφαρπάζετε | υφαρπάζατε | θα υφαρπάζετε | να υφαρπάζετε | υφαρπάζετε | |
γ' πληθ. | υφαρπάζουν(ε) | υφάρπαζαν υφαρπάζαν(ε) |
θα υφαρπάζουν(ε) | να υφαρπάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υφάρπαξα | θα υφαρπάξω | να υφαρπάξω | υφαρπάξει | ||
β' ενικ. | υφάρπαξες | θα υφαρπάξεις | να υφαρπάξεις | υφάρπαξε | ||
γ' ενικ. | υφάρπαξε | θα υφαρπάξει | να υφαρπάξει | |||
α' πληθ. | υφαρπάξαμε | θα υφαρπάξουμε | να υφαρπάξουμε | |||
β' πληθ. | υφαρπάξατε | θα υφαρπάξετε | να υφαρπάξετε | υφαρπάξτε | ||
γ' πληθ. | υφάρπαξαν υφαρπάξαν(ε) |
θα υφαρπάξουν(ε) | να υφαρπάξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω υφαρπάξει | είχα υφαρπάξει | θα έχω υφαρπάξει | να έχω υφαρπάξει | ||
β' ενικ. | έχεις υφαρπάξει | είχες υφαρπάξει | θα έχεις υφαρπάξει | να έχεις υφαρπάξει | ||
γ' ενικ. | έχει υφαρπάξει | είχε υφαρπάξει | θα έχει υφαρπάξει | να έχει υφαρπάξει | ||
α' πληθ. | έχουμε υφαρπάξει | είχαμε υφαρπάξει | θα έχουμε υφαρπάξει | να έχουμε υφαρπάξει | ||
β' πληθ. | έχετε υφαρπάξει | είχατε υφαρπάξει | θα έχετε υφαρπάξει | να έχετε υφαρπάξει | ||
γ' πληθ. | έχουν υφαρπάξει | είχαν υφαρπάξει | θα έχουν υφαρπάξει | να έχουν υφαρπάξει |
|
Μεταφράσεις
Αρχαία κλίση
Αοριστός υφάρπασα υφάρπασας υφάρπασε υφαρπάσαμεν υφαρπάσατε υφάρπασαν