ὕλη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Torvalu4 (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|ύλη}}
=={{-grc-}}==
=={{-grc-}}==
{{grc-κλίσ-'γνώμη'}}
{{grc-κλίσ-'γνώμη'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < αβέβαιης ετυμολογίας<ref>αποδίδεται από κάποιους ειδικούς σε κοινή [[πρωτοϊνδοευρωπαϊκός|πρωτοϊνδοευρωπαϊκή]] ριζική λέξη '''sew''', η οποία όμως είχε την έννοια του ρευστού και υγρού υλικού, σε αντίθεση με τη στέρεη ιδιότητα της αντιστοιχης ελληνικής λεξης</ref>, πιθανόν συγγενές με το λατινικό silva, το νορβηγικό søyla και το περσικό گيلان (Gilān)
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ ine-pro|EL}} *''swel''- ([[δάσος]]) (συγγενές με το λατινικό [[silva]], το νορβηγικό [[søyla]] και το περσικό [[گيلان]]: Gilān)


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
Γραμμή 22: Γραμμή 23:
#:'''''ὕλη''' ἐστί τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δεκτικόν''
#:'''''ὕλη''' ἐστί τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δεκτικόν''


===={{συνώνυμα}}====
*[[δάσος]]
*[[δένδρον]] χωρίς καρπούς
*[[υλικό]]
*πρώτη [[ύλη]]

{{(}}
===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
{{((}}
*ὑλικός, ὑλική, ὑλικόν
*ὑλικός, ὑλική, ὑλικόν
*ὑλαστής (ξυλοφάγο έντομο) hylastes
*ὑλαστής (ξυλοφάγο έντομο) hylastes
Γραμμή 38: Γραμμή 33:
*ὑλαῖος,α, ον (δασικός, άγριος)
*ὑλαῖος,α, ον (δασικός, άγριος)
*Ὑλαία, η σημερινή Ουκρανία που τότε ήταν ιδιαίτερα [[δασώδης]]
*Ὑλαία, η σημερινή Ουκρανία που τότε ήταν ιδιαίτερα [[δασώδης]]
{{-}}
====Συγγενικές νεοελληνικής====
*[[υλικός]]
*[[υλιστικός]]
*[[υλισμός]]
*[[ύλη]]
*τα [[υλικός|υλικά]]
*οι πρώτες [[ύλη|ύλες]]
*[[άυλος]]
{{-}}
==={{σύνθετα}}===
* ὑλοτομία
* ὑλοτομία
*ὑλοτόμος (ο [[ξυλοκόπος]])
*ὑλοτόμος (ο [[ξυλοκόπος]])
Γραμμή 58: Γραμμή 42:
*ὑλαγωγός
*ὑλαγωγός
*ὑλαγωγέω (μεταφέρω ξυλεία)
*ὑλαγωγέω (μεταφέρω ξυλεία)
{{-}}
{{))}}
===Σύνθετα νεοελληνικής===
*[[υλοτομία]]
*[[υλοτόμος]]
*[[λοτόμος]]
*υλοτρύπης και υλουργός (hylotrypes και hylurgus αντιστοιχα) έντομα που ζουν κυρίως σε ρητινοφόρα δέντρα
*[[υλοποιώ]]
*[[υλοποίηση]]
*υλωρός, κατώτερο προσωπικό της υπηρεσίας δασοφυλάκων
*υλοζωϊκός
*[[εξαΰλωση]]
{{)}}
===={{σημειώσεις}}====
<references/>



{{δείτε|ύλη}}


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[Κατηγορία:Αρχαία ελληνικά]]

Αναθεώρηση της 14:12, 3 Μαρτίου 2019

Δείτε επίσης: ύλη

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-κλίσ-'γνώμη'

Ετυμολογία

ὕλη < Πρότυπο:ετυμ ine-pro *swel- (δάσος) (συγγενές με το λατινικό silva, το νορβηγικό søyla και το περσικό گيلان: Gilān)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

ὕλη

  1. το δάσος, τα δέντρα που δεν φέρουν καρπούς
    ὑλαῖα ήθη (ο τρόπος ζωής στα δάση, ο άγριος)
    ...τὰ δένδρα καὶ ὕλη (δέντρα με καρπούς και δέντρα για ξυλεία)
  2. η ξυλεία
    ὕλη ναυπηγησίμη
    ὕλη οἰκοδομική
  3. το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένα, πλασμένα διάφορα αντικείμενα (όχι όμως συνήθως τα μεταλλικά) ή δημιουργίες (π.χ. ποίηση)
    ὕλη τραγική, ποιητικαὶ ὗλαι
    ὕλη ἰατρική
    ὕλη τῶν ἐμπυημάτων (εκκρίσεις, πύο)
  4. (φιλοσοφία) ό,τι γεννιέται και πεθαίνει, σε αντιδιαστολή προς την ψυχή και το είδος
    ὕλη ἐστί τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δεκτικόν

Συγγενικά

  • ὑλικός, ὑλική, ὑλικόν
  • ὑλαστής (ξυλοφάγο έντομο) hylastes
  • ὑλήεις-εσσα-εν (δασώδης, σύδενδρος)
  • ὁ, ἡ ὑλώδης, το ὑλῶδες
  • Ὑλαῖος , ο Κένταυρος που αποπειράθηκε να βιάσει την Αταλάντη
  • Ὓλη ορεινή πολίχνη της Βιωτίας, κοντά στην Ὑλική λίμνη
  • ὑλαῖος,α, ον (δασικός, άγριος)
  • Ὑλαία, η σημερινή Ουκρανία που τότε ήταν ιδιαίτερα δασώδης
  • ὑλοτομία
  • ὑλοτόμος (ο ξυλοκόπος)
  • ὑλότομος (αυτός που τεμαχίζεται σε δάσος)
  • το ὑλότομον (φυτό ειδικά για ερωτικά φίλτρα)
  • ὑλωρός (ὕλη + οὖρος) ο δασοφύλακας
  • ὑλοκόμος (σκεπασμένος με δέντρα)
  • ὑλοδρόμος (αυτός που διατρέχει τα δάση)
  • ὑλαγωγός
  • ὑλαγωγέω (μεταφέρω ξυλεία)