τράπεζα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Skylax30 (συζήτηση | συνεισφορές)
πηγή
μ Ανάκληση των αλλαγών Skylax30 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Flubot
Ετικέτα: Επαναφορά
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
{{el-κλίσ-'θάλασσα'}}
{{el-κλίσ-'θάλασσα'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
:'''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} <Γραμμική Β to-pe-za / *τόρπεζα < {{ιε}} *kʷtur-ped-ih₂- (που έχει [[τέσσερα]] [[πόδι]]α)
:'''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} < {{ιε}} *kʷtur-ped-ih₂- (που έχει [[τέσσερα]] [[πόδι]]α)


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===
Γραμμή 19: Γραμμή 19:
#γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση
#γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση
#:'''''τράπεζα''' αίματος, '''τράπεζα''' σπέρματος, '''τράπεζα''' θεμάτων για εξετάσεις''
#:'''''τράπεζα''' αίματος, '''τράπεζα''' σπέρματος, '''τράπεζα''' θεμάτων για εξετάσεις''

===Πηγές===
*Juan Piquero Rodríguez, "El léxico del griego micénico (LGM): Index graecitatis, estudio y
actualización bibliográfica", Διδακτορική Διατριβή, UNIVERSIDAD COMPLUTENSE DE MADRID
FACULTAD DE FILOLOGÍA, Departamento de Filología Griega y Lingüística Indoeuropea, 2017, σελ. 384 [https://eprints.ucm.es/45181/1/T39370.pdf]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 11:41, 12 Μαρτίου 2019

Δείτε επίσης: Τράπεζα, τραπέζι

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'θάλασσα'

Ετυμολογία

τράπεζα < αρχαία ελληνική τράπεζα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷtur-ped-ih₂- (που έχει τέσσερα πόδια)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

τράπεζα θηλυκό

  1. τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση
    τράπεζα προσφορών, Αγία Τράπεζα
  2. (θρησκεία) Πρότυπο:αρχιτ το κτήριο της τραπεζαρίας σ' ένα μοναστήρι
  3. πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κ.λπ.
    οι καταθέσεις του στην τράπεζα εξανεμίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου
  4. (συνεκδοχικά) το κτήριο που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας
    ο Γιάννης πετάχτηκε στην τράπεζα για κάτι δουλειές
  5. γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση
    τράπεζα αίματος, τράπεζα σπέρματος, τράπεζα θεμάτων για εξετάσεις

Μεταφράσεις