τράπεζα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
πηγή |
Ετικέτα: Επαναφορά |
||
Γραμμή 3: | Γραμμή 3: | ||
{{el-κλίσ-'θάλασσα'}} |
{{el-κλίσ-'θάλασσα'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
:'''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} |
:'''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}} < {{ιε}} *kʷtur-ped-ih₂- (που έχει [[τέσσερα]] [[πόδι]]α) |
||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
Γραμμή 19: | Γραμμή 19: | ||
#γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση |
#γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση |
||
#:'''''τράπεζα''' αίματος, '''τράπεζα''' σπέρματος, '''τράπεζα''' θεμάτων για εξετάσεις'' |
#:'''''τράπεζα''' αίματος, '''τράπεζα''' σπέρματος, '''τράπεζα''' θεμάτων για εξετάσεις'' |
||
===Πηγές=== |
|||
*Juan Piquero Rodríguez, "El léxico del griego micénico (LGM): Index graecitatis, estudio y |
|||
actualización bibliográfica", Διδακτορική Διατριβή, UNIVERSIDAD COMPLUTENSE DE MADRID |
|||
FACULTAD DE FILOLOGÍA, Departamento de Filología Griega y Lingüística Indoeuropea, 2017, σελ. 384 [https://eprints.ucm.es/45181/1/T39370.pdf] |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 11:41, 12 Μαρτίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τράπεζα < αρχαία ελληνική τράπεζα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷtur-ped-ih₂- (που έχει τέσσερα πόδια)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
τράπεζα θηλυκό
- τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση
- τράπεζα προσφορών, Αγία Τράπεζα
- (θρησκεία) Πρότυπο:αρχιτ το κτήριο της τραπεζαρίας σ' ένα μοναστήρι
- πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κ.λπ.
- οι καταθέσεις του στην τράπεζα εξανεμίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου
- (συνεκδοχικά) το κτήριο που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας
- ο Γιάννης πετάχτηκε στην τράπεζα για κάτι δουλειές
- γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση
- τράπεζα αίματος, τράπεζα σπέρματος, τράπεζα θεμάτων για εξετάσεις
Μεταφράσεις
πιστωτικός οργανισμός