τράπεζα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
{{el-κλίσ-'θάλασσα'}}
{{el-κλίσ-'θάλασσα'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
:'''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el|τράπεζα}} < {{ετυμ ine-pro|EL}} *''kʷtur-ped-ih₂''- (που έχει [[τέσσερα]] [[πόδι]]α) ([[πβ.]] {{gmy}} [[𐀵𐀟𐀼]]: to-pe-za)<ref>Juan Piquero Rodríguez, "El léxico del griego micénico (LGM): Index graecitatis, estudio y actualización bibliográfica", Διδακτορική Διατριβή, UNIVERSIDAD COMPLUTENSE DE MADRID FACULTAD DE FILOLOGÍA, Departamento de Filología Griega y Lingüística Indoeuropea, 2017, σελ. 384 [https://eprints.ucm.es/45181/1/T39370.pdf]</ref>
:'''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el|τράπεζα}} < {{ετυμ ine-pro|EL}} *''tr̥-ped-ih₂''- (που έχει [[τρία]] [[πόδι]]α) < *''tr̥''-<ref>Αρχικά υπέθεσαν ότι προερχόταν από το *''kʷtur''- ([[τέσσερα]]), αλλά ο [[w:en:Andrew Sihler|Andrew Sihler]] στα 1995 επισήμανε ότι τα αρχικά τραπέζια είχαν τρία πόδια! (New Comparative Grammar of Greek and Latin, Oxford, New York: Oxford University Press)</ref> ([[τρία]]) + *''pṓds'' ({{λ||grc}}, [[πόδι]])<ref>[[πβ.]] {{gmy}} [[𐀵𐀟𐀼]] (to-pe-za). Juan Piquero Rodríguez, "El léxico del griego micénico (LGM): Index graecitatis, estudio y actualización bibliográfica", Διδακτορική Διατριβή, UNIVERSIDAD COMPLUTENSE DE MADRID FACULTAD DE FILOLOGÍA, Departamento de Filología Griega y Lingüística Indoeuropea, 2017, σελ. 384 [https://eprints.ucm.es/45181/1/T39370.pdf]</ref>


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===

Αναθεώρηση της 09:25, 13 Μαρτίου 2019

Δείτε επίσης: Τράπεζα, τραπέζι

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'θάλασσα'

Ετυμολογία

τράπεζα < αρχαία ελληνική τράπεζα < Πρότυπο:ετυμ ine-pro *tr̥-ped-ih₂- (που έχει τρία πόδια) < *tr̥-[1] (τρία) + *pṓds (τράπεζα, πόδι)[2]

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

τράπεζα θηλυκό

  1. τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση
    τράπεζα προσφορών, Αγία Τράπεζα
  2. (θρησκεία) Πρότυπο:αρχιτ το κτήριο της τραπεζαρίας σ' ένα μοναστήρι
  3. πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κ.λπ.
    οι καταθέσεις του στην τράπεζα εξανεμίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου
  4. (συνεκδοχικά) το κτήριο που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας
    ο Γιάννης πετάχτηκε στην τράπεζα για κάτι δουλειές
  5. γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση
    τράπεζα αίματος, τράπεζα σπέρματος, τράπεζα θεμάτων για εξετάσεις


Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Αρχικά υπέθεσαν ότι προερχόταν από το *kʷtur- (τέσσερα), αλλά ο Andrew Sihler στα 1995 επισήμανε ότι τα αρχικά τραπέζια είχαν τρία πόδια! (New Comparative Grammar of Greek and Latin, Oxford, New York: Oxford University Press)
  2. πβ. μυκηναϊκή διάλεκτος 𐀵𐀟𐀼 (to-pe-za). Juan Piquero Rodríguez, "El léxico del griego micénico (LGM): Index graecitatis, estudio y actualización bibliográfica", Διδακτορική Διατριβή, UNIVERSIDAD COMPLUTENSE DE MADRID FACULTAD DE FILOLOGÍA, Departamento de Filología Griega y Lingüística Indoeuropea, 2017, σελ. 384 [1]