ράβδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 16: Γραμμή 16:
==={{εκφράσεις}}===
==={{εκφράσεις}}===
* [[όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος]]
* [[όπου δεν πίπτει λόγος πίπτει ράβδος]]
* ''πέφτει '''ραβδί''''': πέφτει [[ξύλο]] ([[τιμωρία]]), {{μτφρ}} γίνται [[επίπληξη]], μπαίνει [[τιμωρία]]
* [[όπου δεν τύπτει λόγος τύπτει ράβδος]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 08:33, 11 Απριλίου 2019

Δείτε επίσης: ῥάβδος

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'δρόμος'

Ετυμολογία

ράβδος < αρχαία ελληνική ῥάβδος

Ουσιαστικό

ράβδος θηλυκό

  1. (καθαρεύουσα) ραβδί, επίμηκες κυλινδρικό κομμάτι ξύλου (ή άλλου υλικού)· στην καθομιλουμένη υπονοείται κυρίως το ραβδί ως μέσο σωματικής τιμωρίας
    όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος
  2. επίμηκες εξάρτημα στολής, συχνά διακοσμημένο, ως διακριτικό βαθμού ή εκκλησιαστικού αξιώματος
    ποιμαντορική ράβδος (πατερίτσα)
  3. επίμηκες, μεταλλικό συνήθως, εξάρτημα μηχανών
  4. ποσότητα μετάλλου σε τυποποιημένο μέγεθος και σχήμα
    ληστές έκλεψαν 20 ράβδους χρυσού

Εκφράσεις

Μεταφράσεις