διστάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 7: Γραμμή 7:
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
# το να μην είμαι σίγουρος/-η
# το να μην είμαι σίγουρος/-η
#: ''"Γιατί '''διστάζεις''';" ρώτησε ο Νικήτας που μ' έβλεπε αναποφάσιστη.'' ([[w:Διδώ Σωτηρίου|Διδώ Σωτηρίου]], ''Εντολή'')

===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}

Αναθεώρηση της 08:20, 26 Απριλίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διστάζω < αρχαία ελληνική διστάζω

Ρήμα

διστάζω

  1. το να μην είμαι σίγουρος/-η
    "Γιατί διστάζεις;" ρώτησε ο Νικήτας που μ' έβλεπε αναποφάσιστη. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή)

Μεταφράσεις