βαστώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 12: | Γραμμή 12: | ||
# [[αντέχω]] |
# [[αντέχω]] |
||
#: ''δε '''βάσταξε''' άλλο και ξέσπασε σε κλάματα'' |
#: ''δε '''βάσταξε''' άλλο και ξέσπασε σε κλάματα'' |
||
# |
# [[διαρκώ]], [[κρατάω]] |
||
#: ''Πόσες μέρες, πόσες νύχτες '''βάσταξε''' η αρρώστια του Φραγκίσκου;'' ([[w:Νίκος Καζαντζάκης|Νίκος Καζαντζάκης]], ''Ο φτωχούλης του Θεού'') |
#: ''Πόσες μέρες, πόσες νύχτες '''βάσταξε''' η αρρώστια του Φραγκίσκου;'' ([[w:Νίκος Καζαντζάκης|Νίκος Καζαντζάκης]], ''Ο φτωχούλης του Θεού'') |
||
Αναθεώρηση της 16:08, 27 Απριλίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βαστώ < αρχαία ελληνική βαστάζω
Ρήμα
βαστώ, πρτ.: βαστούσα και βάσταγα, στ.μέλλ.: θα βαστήξω και βαστάξω, αόρ.: βάστηξα και βάσταξα, παθ.φωνή: βαστιέμαι
- κρατώ, στηρίζω
- τον βάσταγε από το χέρι
- συγκρατώ
- τον βαστάγανε τρεις να μην ορμήξει στον αντίπαλό του
- αντέχω
- δε βάσταξε άλλο και ξέσπασε σε κλάματα
- διαρκώ, κρατάω
- Πόσες μέρες, πόσες νύχτες βάσταξε η αρρώστια του Φραγκίσκου; (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού)