πυρ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 78.87.36.137 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Svlioras
Ετικέτα: Επαναφορά
μ μετατροπή {{ετυμ|ine-pro}}
Γραμμή 3: Γραμμή 3:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el}} [[πῦρ]] < {{ετυμ ine-pro|EL}} *''péh₂wr̥''
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el}} [[πῦρ]] < {{ετυμ|ine-pro}} *''péh₂wr̥''


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===

Αναθεώρηση της 18:10, 27 Απριλίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική πυρ πυρά
γενική πυρός πυρών
αιτιατική πυρ πυρά
κλητική πυρ πυρά

Ετυμολογία

πυρ < αρχαία ελληνική πῦρ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wr̥

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

πυρ ουδέτερο

  1. (λόγιο) φωτιά
  2. (επιφωνηματικά) εντολή για πυροβολισμό σε μάχη ή σε εκτέλεση - δείτε πιο κάτω
  3. (πληθυντικός) τα πυρά: ομαδόν επίθεση με πυροβόλα όπλα ή και άλλα μέσα
  4. (πληθυντικός) τα πυρά: (μεταφορικά) ομαδόν επίθεση λεκτική
    Ο πρωθυπουργός δέχτηκε τα πυρά όλης της αντιπολίτευσης

Παράγωγα

Σύνθετα

Άλλες μορφές

Εκφράσεις

Επιφώνημα

πυρ

  1. (στρατιωτικό παράγγελμα) πυρ !: διαταγή για εκτέλεση βολής με πυροβόλο όπλο, ή ενεργοποίησης μηχανισμού εκτόξευσης βλήματος (π.χ. τορπίλης, βόμβας βάθους κλπ)

Εκφράσεις

Μεταφράσεις