ὕλη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ μετατροπή {{ετυμ|ine-pro}}
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
{{grc-κλίσ-'γνώμη'}}
{{grc-κλίσ-'γνώμη'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ ine-pro|EL}} *''swel''- ([[δάσος]]) (συγγενές με το λατινικό [[silva]], το νορβηγικό [[søyla]] και το περσικό [[گيلان]]: Gilān)
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|ine-pro}} *''swel''- ([[δάσος]]) (συγγενές με το λατινικό [[silva]], το νορβηγικό [[søyla]] και το περσικό [[گيلان]]: Gilān)


==={{προφορά}}===
==={{προφορά}}===

Αναθεώρηση της 20:30, 27 Απριλίου 2019

Δείτε επίσης: ύλη

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-κλίσ-'γνώμη'

Ετυμολογία

ὕλη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *swel- (δάσος) (συγγενές με το λατινικό silva, το νορβηγικό søyla και το περσικό گيلان: Gilān)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

ὕλη

  1. το δάσος, τα δέντρα που δεν φέρουν καρπούς
    ὑλαῖα ήθη (ο τρόπος ζωής στα δάση, ο άγριος)
    ...τὰ δένδρα καὶ ὕλη (δέντρα με καρπούς και δέντρα για ξυλεία)
  2. η ξυλεία
    ὕλη ναυπηγησίμη
    ὕλη οἰκοδομική
  3. το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένα, πλασμένα διάφορα αντικείμενα (όχι όμως συνήθως τα μεταλλικά) ή δημιουργίες (π.χ. ποίηση)
    ὕλη τραγική, ποιητικαὶ ὗλαι
    ὕλη ἰατρική
    ὕλη τῶν ἐμπυημάτων (εκκρίσεις, πύο)
  4. (φιλοσοφία) ό,τι γεννιέται και πεθαίνει, σε αντιδιαστολή προς την ψυχή και το είδος
    ὕλη ἐστί τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δεκτικόν

Συγγενικά

  • ὑλικός, ὑλική, ὑλικόν
  • ὑλαστής (ξυλοφάγο έντομο) hylastes
  • ὑλήεις-εσσα-εν (δασώδης, σύδενδρος)
  • ὁ, ἡ ὑλώδης, το ὑλῶδες
  • Ὑλαῖος , ο Κένταυρος που αποπειράθηκε να βιάσει την Αταλάντη
  • Ὓλη ορεινή πολίχνη της Βιωτίας, κοντά στην Ὑλική λίμνη
  • ὑλαῖος,α, ον (δασικός, άγριος)
  • Ὑλαία, η σημερινή Ουκρανία που τότε ήταν ιδιαίτερα δασώδης
  • ὑλοτομία
  • ὑλοτόμος (ο ξυλοκόπος)
  • ὑλότομος (αυτός που τεμαχίζεται σε δάσος)
  • το ὑλότομον (φυτό ειδικά για ερωτικά φίλτρα)
  • ὑλωρός (ὕλη + οὖρος) ο δασοφύλακας
  • ὑλοκόμος (σκεπασμένος με δέντρα)
  • ὑλοδρόμος (αυτός που διατρέχει τα δάση)
  • ὑλαγωγός
  • ὑλαγωγέω (μεταφέρω ξυλεία)