αυλή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 14: | Γραμμή 14: | ||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
⚫ | |||
* [[αύλειος]] |
* [[αύλειος]] |
||
* [[αυλικός]] |
* [[αυλικός]] |
||
==== {{σύνθετα}} ==== |
|||
{{((}} |
|||
⚫ | |||
* [[αυλόγυρος]] |
|||
* [[αυλόδουλος]] |
|||
* [[αυλόθυρα]] |
|||
* [[αυλοκόλακας]] |
* [[αυλοκόλακας]] |
||
* [[αυλόπορτα]] |
|||
* [[αυλότοιχος]] |
|||
* [[περιαύλιο]] |
|||
* [[προαύλιο]] |
* [[προαύλιο]] |
||
{{))}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 12:30, 1 Μαΐου 2019
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυλή | οι | αυλές |
γενική | της | αυλής | των | αυλών |
αιτιατική | την | αυλή | τις | αυλές |
κλητική | αυλή | αυλές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αυλή < αρχαία ελληνική αὐλή
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
αυλή θηλυκό
- υπαίθριος περιφραγμένος χώρος που ανήκει σε ένα σπίτι-κτήριο
- το σύνολο των αυλικών, των αξιωματούχων και συμβούλων που πλαισιώνουν έναν ηγεμόνα
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
ο υπαίθριος χώρος ενός σπιτιού