βαστώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
|||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|βαστούσα '''και''' βάσταγα|βαστήξω '''και''' βαστάξω| |
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|βαστούσα '''και''' βάσταγα|βαστήξω '''και''' βαστάξω|βαστησα '''και''' βάσταξα|βαστιέμαι|}} |
||
# [[κρατώ]], [[στηρίζω]] |
# [[κρατώ]], [[στηρίζω]] |
||
#: ''τον '''βάσταγε''' από το χέρι'' |
#: ''τον '''βάσταγε''' από το χέρι'' |
Αναθεώρηση της 10:37, 4 Μαΐου 2019
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βαστώ < αρχαία ελληνική βαστάζω
Ρήμα
βαστώ, πρτ.: βαστούσα και βάσταγα, στ.μέλλ.: θα βαστήξω και βαστάξω, αόρ.: βαστησα και βάσταξα, παθ.φωνή: βαστιέμαι
- κρατώ, στηρίζω
- τον βάσταγε από το χέρι
- συγκρατώ
- τον βαστάγανε τρεις να μην ορμήξει στον αντίπαλό του
- αντέχω
- δε βάσταξε άλλο και ξέσπασε σε κλάματα
- διαρκώ, κρατάω
- Πόσες μέρες, πόσες νύχτες βάσταξε η αρρώστια του Φραγκίσκου; (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού)