συναίσθηση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 9: Γραμμή 9:
#: ''είχε απόλυτη '''συναίσθηση''' της ευθύνης του''
#: ''είχε απόλυτη '''συναίσθηση''' της ευθύνης του''


===={{σύνθετα}}====
* [[ενσυναίσθηση]]

===={{συγγενικά}}====
* [[ασυναίσθητα]]
* [[συναισθάνομαι]]
* [[συναίσθημα]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 00:19, 17 Μαΐου 2019

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συναίσθηση < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συναίσθηση θηλυκό

  1. η πλήρης επίγνωση και συνείδηση μιας κατάστασης
    είχε απόλυτη συναίσθηση της ευθύνης του

Σύνθετα

Συγγενικά

Μεταφράσεις