α-: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ετυ+ref, +Κατ
+δείτε + ά άν
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|α|-α|ἀ-}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
Γραμμή 4: Γραμμή 5:


==={{πρόθημα|el}}===
==={{πρόθημα|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' ή [[αν-]] ([[πρό]] [[φωνήεν]]τος)
'''{{PAGENAME}}''' / '''ά-''' ή [[αν-]] / [[άν-]] ([[πρό]] [[φωνήεν]]τος)
# ''α- στερητικό'' πρόθημα, που δηλώνει έλλειψη, απουσία, στέρηση.
# ''α- στερητικό'' πρόθημα, που δηλώνει έλλειψη, απουσία, στέρηση.
#: [[άβουλος|'''ά'''βουλος]], [[απέραντος|'''α'''πέραντος]], [[αναξιόπιστος|'''αν'''αξιόπιστος]], [[ανεδαφικός|'''αν'''εδαφικός]]
#: [[άβουλος|'''ά'''βουλος]], [[απέραντος|'''α'''πέραντος]], [[αναξιόπιστος|'''αν'''αξιόπιστος]], [[ανεδαφικός|'''αν'''εδαφικός]]
Γραμμή 14: Γραμμή 15:
#: [[αλισίβα|'''α'''λισίβα]], [[αλυγαριά|'''α'''λυγαριά]], [[απάρθενος|'''α'''πάρθενος]], [[απήγανος|'''α'''πήγανος]] κ.ά.
#: [[αλισίβα|'''α'''λισίβα]], [[αλυγαριά|'''α'''λυγαριά]], [[απάρθενος|'''α'''πάρθενος]], [[απήγανος|'''α'''πήγανος]] κ.ά.
# ''α- [[προτακτικό]] ([[λαϊκότροπο]]) που [[προτάσσω|προτάσσεται]] σε λέξεις πριν από σύμφωνο
# ''α- [[προτακτικό]] ([[λαϊκότροπο]]) που [[προτάσσω|προτάσσεται]] σε λέξεις πριν από σύμφωνο
#: [[αβασκάνω|'''α'''βασκάνω]]
#: [[αβασκάνω|'''α'''βασκαίνω]]


===={{παράγωγα}}====
===={{παράγωγα}}====

Αναθεώρηση της 11:48, 28 Ιουνίου 2019

Δείτε επίσης: α, , ἀ-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

α- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀ- και ἀν-[1]

Πρόθημα

α- / ά- ή αν- / άν- (πρό φωνήεντος)

  1. α- στερητικό πρόθημα, που δηλώνει έλλειψη, απουσία, στέρηση.
    άβουλος, απέραντος, αναξιόπιστος, ανεδαφικός
  2. α- αθροιστικό πρόθημα, που δηλώνει κατά το όμοιο, ή μαζί με άλλο
    αδελφός, ακόλουθος, αθρόος, άπας
  3. α- επιτακτικό πρόθημα, που δηλώνει επίταση της κυρίας έννοιας
    ασκελής, αχανής, ατενής
  4. α- ευφωνικό πρόθημα, που δεν επηρεάζει τη σημασία της λέξης
    αλισίβα, αλυγαριά, απάρθενος, απήγανος κ.ά.
  5. α- προτακτικό (λαϊκότροπο) που προτάσσεται σε λέξεις πριν από σύμφωνο
    αβασκαίνω

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Αναφορές