ζόρικος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 22: | Γραμμή 22: | ||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} --> |
||
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} --> |
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|contrariant}}, |
* {{fr}} : {{τ|fr|contrariant}}, {{τ|fr|récalcitrant}} |
||
{{τ|fr|récalcitrant}} |
|||
<!-- * {{de}} : {{τ|de|XXX}} --> |
<!-- * {{de}} : {{τ|de|XXX}} --> |
||
<!-- * {{he}} : {{τ|he|XXX}} --> |
<!-- * {{he}} : {{τ|he|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 16:03, 1 Ιουλίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζόρικος | η | ζόρικη | το | ζόρικο |
γενική | του | ζόρικου | της | ζόρικης | του | ζόρικου |
αιτιατική | τον | ζόρικο | τη | ζόρικη | το | ζόρικο |
κλητική | ζόρικε | ζόρικη | ζόρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζόρικοι | οι | ζόρικες | τα | ζόρικα |
γενική | των | ζόρικων | των | ζόρικων | των | ζόρικων |
αιτιατική | τους | ζόρικους | τις | ζόρικες | τα | ζόρικα |
κλητική | ζόρικοι | ζόρικες | ζόρικα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- ζόρικος < ζόρι + -ικος < Πρότυπο:ετυμ tr zor < Πρότυπο:ετυμ fa زور < μέση περσική zwl (zōr)
Επίθετο
ζόρικος, -η, -ο
- δύσκολος, που χρειάζεται προσπάθεια ή δύναμη για να αντιμετωπιστεί
- ζόρικα προβλήματα, ζόρικοι καιροί
- (για άνθρωπο) που ζορίζει τους άλλους, νταής, απειλητικός, εκφοβιστικός
- (για ανθρώπινη ενέργεια) που ταιριάζει σε κάποιον νταή
Άλλες μορφές
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ζόρι
Μεταφράσεις
ζόρικος