παρένθετος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 8: Γραμμή 8:
# που [[παρεμβάλλομαι|παρεμβάλλεται]], που μπαίνει κάπου ανάμεσα
# που [[παρεμβάλλομαι|παρεμβάλλεται]], που μπαίνει κάπου ανάμεσα
# {{γλωσσ}} που βρίσκεται ανάμεσα σε [[παρένθεση|παρενθέσεις]]
# {{γλωσσ}} που βρίσκεται ανάμεσα σε [[παρένθεση|παρενθέσεις]]
#:{{συνώνυμα}} [[παρενθετικός]]
#:{{συνώνυμα}} [[παρενθετικός]], παρανθετημένος
# {{ειδικ}} (''θηλυκό'') που [[κυοφορώ|κυοφορεί]] βρέφος το οποίο προορίζεται για άλλο ζευγάρι ή που αναφέρεται σε αυτή τη διαδικασία
# {{ειδικ}} (''θηλυκό'') που [[κυοφορώ|κυοφορεί]] βρέφος το οποίο προορίζεται για άλλο ζευγάρι ή που αναφέρεται σε αυτή τη διαδικασία
#: '''''παρένθετη''' μητρότητα''
#: '''''παρένθετη''' μητρότητα''
Γραμμή 14: Γραμμή 14:


{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} -->
* {{en}} : {{τ|en|parenthesized}, {{τ|en|parenthesised}}
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 17:19, 30 Αυγούστου 2019

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρένθετος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

παρένθετος

  1. που παρεμβάλλεται, που μπαίνει κάπου ανάμεσα
  2. Πρότυπο:γλωσσ που βρίσκεται ανάμεσα σε παρενθέσεις
    Συνώνυμα παρενθετικός, παρανθετημένος
  3. (ειδικότερα) (θηλυκό) που κυοφορεί βρέφος το οποίο προορίζεται για άλλο ζευγάρι ή που αναφέρεται σε αυτή τη διαδικασία
    παρένθετη μητρότητα

Μεταφράσεις