στόφα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ αφ. κλείδας από κλείδα -> {{κλείδα-ελλ}} |
||
Γραμμή 157: | Γραμμή 157: | ||
{{κλείδα-ελλ |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[Κατηγορία:Ελληνοαμερικανικές λέξεις]] |
[[Κατηγορία:Ελληνοαμερικανικές λέξεις]] |
Αναθεώρηση της 17:52, 23 Σεπτεμβρίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
στόφα θηλυκό
- βαρύ, γυαλιστερό ύφασμα πολύ μεγάλης αντοχής, που χρησιμοποιείται για ταπετσαρίες, καλύμματα επίπλων και κουρτίνες
- Σαλόνι με ευρωπαϊκή στόφα.
- Στα παράθυρα είχαν κουρτίνα από εμπριμέ στόφα.
- (μεταφορικά) ο ιδιαίτερος χαρακτήρας ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων
- Ο Αδόλφος Χίτλερ είχε τη στόφα μεγάλου πολιτικού.
- Ο Ολυμπιακός είχε τη στόφα του νικητή στο χθεσινό παιχνίδι.
- μαγειρική κουζίνα, που χρησιμοποιείται και σαν σόμπα, και καίει ξύλα
- Ενοικιάζεται δυομισάρι με στόφα και φρίζα.