κυκλοφορία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Θα Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
Ρυθμιζω |
|||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίσ-'θάλασσα'}} |
{{el-κλίσ-'θάλασσα'}} |
Αναθεώρηση της 11:54, 25 Σεπτεμβρίου 2019
Ρυθμιζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κυκλοφορία < αρχαία ελληνική κυκλοφορία < κύκλος + φέρω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική circulation)
Ουσιαστικό
κυκλοφορία θηλυκό
- η μετακίνηση πεζών ή οχημάτων στις οδούς
- η μετακίνηση κάποιων πραγμάτων (στερεών, υγρών ή αερίων)
- η κυκλοφορία του αίματος
- η διακίνηση αγαθών ή προϊόντων
- η διάδοση, η διασπορά
Συγγενικά
- ακυκλοφόρητα
- ακυκλοφόρητος
- επανακυκλοφορία
- επανακυκλοφορώ
- κυκλοφορητής
- κυκλοφοριακός
- κυκλοφορικός
- κυκλοφορώ
- ξανακυκλοφορώ
- → δείτε τις λέξεις κύκλος και φέρω
Μεταφράσεις
κυκλοφορία