συσκευή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 78.87.85.255 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Flubot
Ετικέτα: Επαναφορά
συσκευή / device για πληροφ
Γραμμή 11: Γραμμή 11:
==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
*[[κατασκευή]] που αποτελείται από διάφορα επιμέρους [[εξάρτημα|εξαρτήματα]] ή [[μηχανισμός|μηχανισμούς]] και εκτελεί μια συγκεκριμένη [[λειτουργία]] ή [[εργασία]]
# [[κατασκευή]] που αποτελείται από διάφορα επιμέρους [[εξάρτημα|εξαρτήματα]] ή [[μηχανισμός|μηχανισμούς]] και εκτελεί μια συγκεκριμένη [[λειτουργία]] ή [[εργασία]]
# {{πληροφ}} είναι ηλεκτρονική κατασκευή, που συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την [[κεντρική μονάδα επεξεργασίας]] ([[CPU]]) και την [[κεντρική μνήμη]] ενός [[ηλεκτρονικός υπολογιστής|ηλεκτρονικού υπολογιστή]] και παρέχει ή δέχεται [[δεδομένα]]
#: Διακρίνονται σε [[συσκευή εισόδου|συσκευές εισόδου]], [[συσκευή εξόδου|εξόδου]], [[συσκευή εισόδου-εξόδου|εισόδου και εξόδου]] και [[περιφερειακή συσκευή|περιφερειακές συσκευές]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 58: Γραμμή 60:
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-αρχή|πληροφορική}}

* {{en}} : {{τ|en|device}}
{{μτφ-τέλος}}


----
----

Αναθεώρηση της 18:45, 5 Οκτωβρίου 2019

Βώ

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συσκευή οι συσκευές
      γενική της συσκευής των συσκευών
    αιτιατική τη συσκευή τις συσκευές
     κλητική συσκευή συσκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συσκευή < (ελληνιστική κοινήσυσκευή < σύν + σκευή ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) appareil)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

συσκευή θηλυκό

  1. κατασκευή που αποτελείται από διάφορα επιμέρους εξαρτήματα ή μηχανισμούς και εκτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία ή εργασία
  2. Πρότυπο:πληροφ είναι ηλεκτρονική κατασκευή, που συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την κεντρική μονάδα επεξεργασίας (CPU) και την κεντρική μνήμη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή και παρέχει ή δέχεται δεδομένα
    Διακρίνονται σε συσκευές εισόδου, εξόδου, εισόδου και εξόδου και περιφερειακές συσκευές

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-κλίσ-'τιμή'

Ετυμολογία

συσκευή < σύν + σκευή

Ουσιαστικό

συσκευή θηλυκό

  1. ετοιμασία, προετοιμασία
  2. σκηνική κατασκευή, προετοιμασία για ανέβασμα θεατρικής παράστασης
  3. (μεταφορικά) δόλος, μηχανορραφία