συσκευή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
συσκευή / device για πληροφ
Ανάκληση της επεξεργασίας 3671604 του 2A02:587:3E08:C100:CCD7:7FAC:A1A5:F4B9 (Συζήτηση)
Ετικέτα: Αναίρεση
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Βώ

=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'ψυχή'}}
{{el-κλίσ-'ψυχή'}}

Αναθεώρηση της 13:33, 7 Οκτωβρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συσκευή οι συσκευές
      γενική της συσκευής των συσκευών
    αιτιατική τη συσκευή τις συσκευές
     κλητική συσκευή συσκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συσκευή < (ελληνιστική κοινήσυσκευή < σύν + σκευή ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) appareil)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

συσκευή θηλυκό

  1. κατασκευή που αποτελείται από διάφορα επιμέρους εξαρτήματα ή μηχανισμούς και εκτελεί μια συγκεκριμένη λειτουργία ή εργασία
  2. Πρότυπο:πληροφ είναι ηλεκτρονική κατασκευή, που συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με την κεντρική μονάδα επεξεργασίας (CPU) και την κεντρική μνήμη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή και παρέχει ή δέχεται δεδομένα
    Διακρίνονται σε συσκευές εισόδου, εξόδου, εισόδου και εξόδου και περιφερειακές συσκευές

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-κλίσ-'τιμή'

Ετυμολογία

συσκευή < σύν + σκευή

Ουσιαστικό

συσκευή θηλυκό

  1. ετοιμασία, προετοιμασία
  2. σκηνική κατασκευή, προετοιμασία για ανέβασμα θεατρικής παράστασης
  3. (μεταφορικά) δόλος, μηχανορραφία