τιμή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
μ Ανάκληση των αλλαγών 79.107.54.19 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση 2A02:85F:2F3:2700:5017:858C:8E14:A501
Ετικέτα: Επαναφορά
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'ψυχή'}}
{{el-κλίσ-'ψυχή'}}
==={{ετυμολογία}}===
Τιμή.:τι σήμαινε τον 5ο αιώνα π.Χ
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===

Αναθεώρηση της 14:42, 22 Οκτωβρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τιμή οι τιμές
      γενική της τιμής των τιμών
    αιτιατική την τιμή τις τιμές
     κλητική τιμή τιμές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τιμή < αρχαία ελληνική τιμή

Ουσιαστικό

τιμή θηλυκό

  1. το χρηματικό ποσό που πληρώνει κανείς για να αποκτήσει ένα ορισμένο πράγμα ή υπηρεσία
  2. ο σεβασμός που έχουν ή δείχνουν άλλοι για κάποιον, και η δήλωση αυτού του σεβασμού
  3. η προσωπική αντίληψη κάποιου για τη δική του αξία που απορρέει από τη φύση του ως ανθρώπου
  4. η καλή φήμη κάποιου η οποία στηρίζεται στην προσωπική αίσθηση του ηθικού ορθού και δικαίου
  5. προνόμιο
    ήταν τιμή μου να γευματίσω με τον τάδε
  6. Πρότυπο:μαθ μέγεθος ή ποσότητα που εκφράζει μια μεταβλητή

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τιμή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷi-mā- < *kʷei- (τιμή, αξία)

Ουσιαστικό

τιμή θηλυκό

  1. η ένδειξη σεβασμού, η αναγνώριση της αξίας
  2. το αξίωμα, η εξουσία
  3. (κατ’ επέκταση) το πρόσωπο που έχει αξίωμα
  4. η τιμητική προσφορά
  5. ο προσδιορισμός της περιουσίας
  6. η εκτίμηση της ζημιάς
  7. (συνεκδοχικά) η αποζημίωση σαν ποινή

Συγγενικά