mental: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ήχος fr |
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 3: | Γραμμή 3: | ||
==={{επίθετο|en}}=== |
==={{επίθετο|en}}=== |
||
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} |
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} |
||
* [[νοητικός]], [[διανοητικός]] |
* [[νοητικός]], [[διανοητικός]], [[φυσικός]] |
||
*: '''''mental''' retardation - νοητική καθυστέρηση'' |
*: '''''mental''' retardation - νοητική καθυστέρηση'' |
||
Αναθεώρηση της 15:29, 26 Οκτωβρίου 2019
Αγγλικά (en)
Επίθετο
mental (en)
- νοητικός, διανοητικός, φυσικός
- mental retardation - νοητική καθυστέρηση
Συνώνυμα
Σύνθετα
- extramental
- intermental
- intramental
- mentalese
- mentalist
- mentality
- mentally
- mental age
- mental block
- mental disease
- mental home
- mental patient
Γαλλικά (fr)
Προφορά
Επίθετο
mental (fr) αρσενικό