σώμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
|||
Γραμμή 20: | Γραμμή 20: | ||
# δημόσια δύναμη με σκοπό τη φύλαξη, την πρόληψη και την καταστολή της βίας ή φυσικών καταστροφών. |
# δημόσια δύναμη με σκοπό τη φύλαξη, την πρόληψη και την καταστολή της βίας ή φυσικών καταστροφών. |
||
#: ''τα '''σώματα''' ασφαλείας, το '''σώμα''' της Πυροσβεστικής'' |
#: ''τα '''σώματα''' ασφαλείας, το '''σώμα''' της Πυροσβεστικής'' |
||
# {{προγρ}} ο [[κώδικας]], οι [[εντολή|εντολές]] που περιέχονται σε μία σύνθετη δομή προγραμματισμού, όπως σε μία [[υποθετική εντολή]] (πχ. εντολή if), σε έναν [[βρόχο]] (πχ. εντολή while), σε μιά [[συνάρτηση]] ή [[μέθοδος|μέθοδο]] (βλ. [[σώμα συνάρτησης]]), σε μιά [[κλάση]], κλπ. |
|||
#: ''Στον βρόχο: <code>while ( <συνθήκη> ) { ... <σώμα> ... }</code>, η δήλωση <code>while ( <συνθήκη> )</code>, λέγεται επικεφαλίδα και οι περιεχόμενες εντολές στις αγκύλες '''σώμα''''' |
|||
#:{{αντώνυμα}}: [[επικεφαλίδα]] |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
Γραμμή 123: | Γραμμή 126: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{μτφ-αρχή|προγραμματισμός}} |
|||
* {{en}} : {{τ|en|body}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
|||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 18:14, 12 Δεκεμβρίου 2019
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σώμα < αρχαία ελληνική σῶμα
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
σώμα ουδέτερο
- οργανισμός
- κορμός
- επιδερμίδα
- η υλική υπόσταση σε αντιδιαστολή με το πνεύμα ή την ψυχή
- υλικό αντικείμενο
- οργανωμένο σύνολο ανθρώπων που συνέρχονται με συγκεκριμένο σκοπό
- ευρύτερος αυτοτελής στρατιωτικός σχηματισμός του στρατού ξηράς, ο οποίος καλύπτει μια γεωγραφική περιοχή. Περιλαμβάνει μικρότερες αυτοτελείς μονάδες και σχηματισμούς, όπους μεραρχίες, ταξιαρχίες, συντάγματα και τάγματα.
- δημόσια δύναμη με σκοπό τη φύλαξη, την πρόληψη και την καταστολή της βίας ή φυσικών καταστροφών.
- τα σώματα ασφαλείας, το σώμα της Πυροσβεστικής
- Πρότυπο:προγρ ο κώδικας, οι εντολές που περιέχονται σε μία σύνθετη δομή προγραμματισμού, όπως σε μία υποθετική εντολή (πχ. εντολή if), σε έναν βρόχο (πχ. εντολή while), σε μιά συνάρτηση ή μέθοδο (βλ. σώμα συνάρτησης), σε μιά κλάση, κλπ.
- Στον βρόχο:
while ( <συνθήκη> ) { ... <σώμα> ... }
, η δήλωσηwhile ( <συνθήκη> )
, λέγεται επικεφαλίδα και οι περιεχόμενες εντολές στις αγκύλες σώμα - Αντώνυμα: επικεφαλίδα
- Στον βρόχο:
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
σώμα