πυροσβεστήρας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
κείμενο από Βικιπαίδεια
Γραμμή 2: Γραμμή 2:
{{προσχέδιο}}
{{προσχέδιο}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < {{π|πυρο-}} + [[σβήνω]] + {{ετυ+}}
==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
# κυλινδρικό δοχείο το οποίο περιέχει κατασβεστικό μέσο που θα εκλυθεί για να κατασβέσει μια φωτιά
# {{λείπει ο ορισμός}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 21:43, 29 Δεκεμβρίου 2019

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πυροσβεστήρας < πυρο- + σβήνω + • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

πυροσβεστήρας αρσενικό

  1. κυλινδρικό δοχείο το οποίο περιέχει κατασβεστικό μέσο που θα εκλυθεί για να κατασβέσει μια φωτιά

Μεταφράσεις