έχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ήχος el
→‎Συγγενικές λέξεις: Προστέθηκε περιεχόμενο
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 30: Γραμμή 30:
===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
*{{βλ|χτικιάζω}}
*{{βλ|χτικιάζω}}

* Σχέση
* Σχήμα
* Σχολή
* Ανακωχή
* Απέχω
* Απόχη
* Παρέχω
* Παροχή
* Ενοχή
* Μέτοχος
* Πολιούχος
* Έξη
* Καχεξία
* Καχεκτικός


===={{εκφράσεις}}====
===={{εκφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 21:36, 2 Ιανουαρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

έχω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔχω

Προφορά

 

Ρήμα

έχω, παρατ.: είχα, χωρίς συνοπτικούς χρόνους

  1. κρατώ μαζί μου ή πάνω μου
    μήπως έχεις ένα στυλό;
  2. κατέχω κάτι, είμαι ιδιοκτήτης
    έχω αυτοκίνητο / σπίτι
  3. διατηρώ συγγενική / φιλική / ερωτική σχέση
    δεν έχει οικογένεια
  4. αισθάνομαι / συμπεριφέρομαι θετικά ή αρνητικά
    τι έχεις και δε μας μιλάς;
    τις τελευταίες μέρες έχει πολλά νεύρα
  5. υποφέρω από κάτι
    έχω πονοκέφαλο
    έχει άσθμα
  6. οφείλω, πρέπει να κάνω κάτι
    έχω δουλειά τώρα, δεν μπορώ
  7. Πρότυπο:γραμμ βοηθητικό ρήμα στους σύνθετους χρόνους
    έχω διαβάσει (παρακείμενος)
    είχες πει (υπερσυντέλικος)
    θα έχει χιονίσει (συντελεσμένος μέλλοντας)

Συγγενικά

  • Σχέση
  • Σχήμα
  • Σχολή
  • Ανακωχή
  • Απέχω
  • Απόχη
  • Παρέχω
  • Παροχή
  • Ενοχή
  • Μέτοχος
  • Πολιούχος
  • Έξη
  • Καχεξία
  • Καχεκτικός

Εκφράσεις

  • δεν έχει: (ιδιωματισμός) για κάτι που δεν πρόκειται να συμβεί
Αν δεν τελειώσεις το διάβασμα, δεν έχει βόλτα.
  • δεν το έχω για τίποτα να... / για πολύ να...: μου είναι εύκολο να... δεν θα διστάσω
  • έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα: προσέχω πάρα πολύ
  • τα έχω καλά / άσχημα με κάποιον : έχω καλές / άσχημες σχέσεις με κάποιον
  • τα έχω χαμένα: έχω σαστίσει
  • τον έχει σήκω σήκω, κάτσε κάτσε: (ανεπίσημο) τον κάνει ό,τι θέλει
  • όπως έχει: στην δεδομένη κατάσταση
  • το ΄χω!: (ανεπίσημο) θα τα καταφέρω, μπορώ
  • έχει σώας τας φρένας : (επίσημο) είναι ψυχικά υγιής, είναι νουνεχής
  • τα έχει τετρακόσια : (προφορικό, ειρωνικό) έχει πνευματική διαύγεια

Κλίση

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. έχω είχα θα έχω να έχω έχοντας
β' ενικ. έχεις είχες θα έχεις να έχεις έχε
γ' ενικ. έχει είχε θα έχει να έχει
α' πληθ. έχουμε είχαμε θα έχουμε να έχουμε
β' πληθ. έχετε είχατε θα έχετε να έχετε έχετε
γ' πληθ. έχουν(ε) είχαν
είχαν(ε)
θα έχουν(ε) να έχουν(ε)

Μεταφράσεις