πάπας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ τυπο spaces |
|||
Γραμμή 60: | Γραμμή 60: | ||
* {{cs}} : {{τ|cs|papež}} |
* {{cs}} : {{τ|cs|papež}} |
||
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{fi}} : {{τ|fi|paavi}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
Αναθεώρηση της 07:58, 7 Ιανουαρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πάπας < Πρότυπο:ετυμ la papa < αρχαία ελληνική πάππας
Ουσιαστικό
πάπας αρσενικό
- (θρησκεία) τίτλος του επισκόπου Ρώμης και προκαθημένου της Καθολικής Εκκλησίας
- (θρησκεία) τίτλος του πατριάρχη Αλεξανδρείας
- (μεταφορικά) ο ηγέτης ενός πνευματικού ή καλλιτεχνικού κινήματος
- ο Αντρέ Μπρετόν, ο πάπας του υπερρεαλισμού
Συγγενικά
Μεταφράσεις
επίσκοπος Ρώμης
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πρότυπο:grc-α-κλίσ-παξβ-α/ας/-'νεανίας'
Ετυμολογία
- πάπας < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
πάπας αρσενικό (και πάππας)