βαστώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 2A02:587:2914:A5AF:4F0:B7BE:FFE6:2387 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση 2A02:587:9013:C00:49D5:C1E7:7931:896B
Ετικέτα: Επαναφορά
συμπλήρωση λήμματος
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|βαστῶ}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|gkm|el|βαστῶ}} < {{ετυμ|grc|el|βαστάζω}} με [[μεταπλασμός|μεταπλασμό]] σε -ω με βάση το [[συνοπτικό θέμα]] '''βαστασ-''' (κατά το σχήμα {{λ|πεινάω|grc}} πεινασ- > πεινῶ)<ref>{{Β:ΛΚΝ}}</ref>
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|βαστάζω}}
:* ''για τον τύπο '''[[βαστάω]]''' {{βλ|όρος=1|-άω}}

==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|γλ=el|vaˈstɔ}}


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|βαστούσα '''και''' βάσταγα|βαστήξω '''και''' βαστάξω|βαστησα '''και''' βάσταξα|βαστιέμαι|}}
'''[[βαστάω]]/{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|πρτ=βαστούσα|πρτ2=βάσταγα|αορ=βάστηξα|αορ2=βάσταξα|π-εν=βαστιέμαι|π-αορ=βαστάχτηκα|π-αορ2=βαστήχτηκα|μππ=βασταγμένος|μππ2=[[βαστηγμένος]]}}
# [[κρατώ]], [[στηρίζω]]
# [[κρατώ]], [[στηρίζω]]
#: ''τον '''βάσταγε''' από το χέρι''
#: ''τον '''βάσταγε''' από το χέρι''
# [[συγκρατώ]]
# [[συγκρατώ]]
#: ''τον '''βαστάγανε''' τρεις να μην ορμήξει στον αντίπαλό του''
#: ''τον '''βαστάγανε''' τρεις να μην ορμήξει στον αντίπαλό του''
# [[αντέχω]]
# [[αντέχω]] [[ψυχικά]]
#: ''δε '''βάσταξε''' άλλο και ξέσπασε σε κλάματα''
#: ''δε '''βάσταξε''' άλλο και ξέσπασε σε κλάματα''
# [[διαρκώ]], [[κρατάω]]
# [[διαρκώ]], [[κρατάω]]
#: ''Πόσες μέρες, πόσες νύχτες '''βάσταξε''' η αρρώστια του Φραγκίσκου;'' ([[w:Νίκος Καζαντζάκης|Νίκος Καζαντζάκης]], ''Ο φτωχούλης του Θεού'')
#: {{παράθεμα}} ''Πόσες μέρες, πόσες νύχτες '''βάσταξε''' η αρρώστια του Φραγκίσκου;'' ([[w:Νίκος Καζαντζάκης|Νίκος Καζαντζάκης]], ''Ο φτωχούλης του Θεού'')

===={{συνώνυμα}}====
* [[βαστάζω]]

===={{εκφράσεις}}====
* '''[[αν]] του βαστάει''' : αν [[τολμάω|τολμάει]]
* '''[[βάστα]] [[καρδιά]] μου!''' : κάνε [[κουράγιο]]
* '''[[βαστάνε τα κότσια μου]]'''
* '''βαστάω την [[αναπνοή]] μου''' : [[κρατάω]] την αναπνοή μου
* '''βαστάω την [[κοιλιά]] μου από τα [[γέλια]]'''
* '''δεν βαστάει η [[καρδιά]]] μου''' : δεν αντέχω ψυχικά να κάνω κάτι
* '''δεν με βαστούν''' (τα πόδια μου) : δεν με στηρίζουν πια, δεν έχουν πια δύναμη, είναι γερασμένα ή άρρωστα
* '''[[το βαστώ]]'''
* {{βλ|και=1|βαστιέμαι}}

===={{συγγενικά}}====
* [[αβασταγό]], [[βασταγό]]
* [[αβάσταγος]], [[αβάσταχτος]]
* [[βαστάζω]] & ''συγγενικά''
* [[δυσβάστακτα]]
* [[δυσβάστακτος]], [[δυσβάστακτος]]
* [[οπλοβαστός]]

===={{κλίση}}====
* {{λείπει η κλίση}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 40: Γραμμή 70:
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 60: Γραμμή 89:
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->

{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

==={{αναφορές}}===
<references/>


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 16:33, 8 Ιανουαρίου 2020

Δείτε επίσης: βαστῶ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαστώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βαστῶ < αρχαία ελληνική βαστάζω με μεταπλασμό σε -ω με βάση το συνοπτικό θέμα βαστασ- (κατά το σχήμα πεινάω πεινασ- > πεινῶ)[1]

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ρήμα

βαστάω/βαστώ, πρτ.: βαστούσα/βάσταγα, αόρ.: βάστηξα/βάσταξα, παθ.φωνή: βαστιέμαι, π.αόρ.: βαστάχτηκα/βαστήχτηκα, μτχ.π.π.: βασταγμένος/βαστηγμένος

  1. κρατώ, στηρίζω
    τον βάσταγε από το χέρι
  2. συγκρατώ
    τον βαστάγανε τρεις να μην ορμήξει στον αντίπαλό του
  3. αντέχω ψυχικά
    δε βάσταξε άλλο και ξέσπασε σε κλάματα
  4. διαρκώ, κρατάω
    ※  Πόσες μέρες, πόσες νύχτες βάσταξε η αρρώστια του Φραγκίσκου; (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού)

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές