ζηλιάρης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 2A02:2149:8476:6000:F1FD:189D:EB5A:3444 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Svlioras Ετικέτα: Επαναφορά |
ετυ+ref, και επίθ, και ουσ |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
⚫ | |||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ζήλια]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{κλη|gkm|el|ζηλιάρης}}.<ref>{{Β:ΛΚΝ}}</ref> Συγχρονικά αναλύεται σε [[ζήλια|ζήλι(α)]] + {{π|-άρης}} |
||
==={{προφορά}}=== |
==={{προφορά}}=== |
||
Γραμμή 8: | Γραμμή 8: | ||
==={{επίθετο|el}}=== |
==={{επίθετο|el}}=== |
||
⚫ | |||
'''{{PAGENAME}} -α -ικο''' |
'''{{PAGENAME}} -α -ικο''' |
||
* που [[ζηλεύω|ζηλεύει]] τους άλλους |
* που [[ζηλεύω|ζηλεύει]] τους άλλους |
||
<br clear="all"> |
|||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
|||
{{el-κλίσ-'μανάβης'}} |
|||
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} ({{θ}} '''[[ζηλιάρα]]''') |
|||
* {{ουσεπ ο|ζηλιάρης}} |
|||
*: '''είναι ένας '''ζηλιάρης''' και μισός! συνεχώς κακολογεί όλον τον κόσμο'' |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 20:43, 12 Ιανουαρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζηλιάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζηλιάρης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ζήλι(α) + -άρης
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζηλιάρης | η | ζηλιάρα | το | ζηλιάρικο |
γενική | του | ζηλιάρη | της | ζηλιάρας | του | ζηλιάρικου |
αιτιατική | τον | ζηλιάρη | τη | ζηλιάρα | το | ζηλιάρικο |
κλητική | ζηλιάρη | ζηλιάρα | ζηλιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζηλιάρηδες | οι | ζηλιάρες | τα | ζηλιάρικα |
γενική | των | ζηλιάρηδων | — | των | ζηλιάρικων | |
αιτιατική | τους | ζηλιάρηδες | τις | ζηλιάρες | τα | ζηλιάρικα |
κλητική | ζηλιάρηδες | ζηλιάρες | ζηλιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ζηλιάρης -α -ικο
- που ζηλεύει τους άλλους
Ουσιαστικό
ζηλιάρης αρσενικό (θηλυκό ζηλιάρα)
- ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ζηλιάρης
- είναι ένας ζηλιάρης' και μισός! συνεχώς κακολογεί όλον τον κόσμο
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άρης (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζηλιάρης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)