ζηλιάρης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ετυ+ref, και επίθ, και ουσ |
μ →{{ουσιαστικό|el}}: τυπο |
||
Γραμμή 16: | Γραμμή 16: | ||
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} ({{θ}} '''[[ζηλιάρα]]''') |
'''{{PAGENAME}}''' {{α}} ({{θ}} '''[[ζηλιάρα]]''') |
||
* {{ουσεπ ο|ζηλιάρης}} |
* {{ουσεπ ο|ζηλιάρης}} |
||
*: |
*: ''είναι ένας '''ζηλιάρης''' και μισός! συνεχώς κακολογεί όλον τον κόσμο'' |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 20:43, 12 Ιανουαρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ζηλιάρης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζηλιάρης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε ζήλι(α) + -άρης
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ζηλιάρης | η | ζηλιάρα | το | ζηλιάρικο |
γενική | του | ζηλιάρη | της | ζηλιάρας | του | ζηλιάρικου |
αιτιατική | τον | ζηλιάρη | τη | ζηλιάρα | το | ζηλιάρικο |
κλητική | ζηλιάρη | ζηλιάρα | ζηλιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ζηλιάρηδες | οι | ζηλιάρες | τα | ζηλιάρικα |
γενική | των | ζηλιάρηδων | — | των | ζηλιάρικων | |
αιτιατική | τους | ζηλιάρηδες | τις | ζηλιάρες | τα | ζηλιάρικα |
κλητική | ζηλιάρηδες | ζηλιάρες | ζηλιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ζηλιάρης -α -ικο
- που ζηλεύει τους άλλους
Ουσιαστικό
ζηλιάρης αρσενικό (θηλυκό ζηλιάρα)
- ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ζηλιάρης
- είναι ένας ζηλιάρης και μισός! συνεχώς κακολογεί όλον τον κόσμο
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άρης (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ζηλιάρης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'μανάβης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)