ένωση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 21: Γραμμή 21:
# {{μαθ}} η [[πράξη]] της '''ένωσης''' δύο ή περισσοτέρων [[σύνολο|συνόλων]]
# {{μαθ}} η [[πράξη]] της '''ένωσης''' δύο ή περισσοτέρων [[σύνολο|συνόλων]]
#: ''Δείτε επίσης: [[:w:el:Ένωση συνόλων|ένωση συνόλων]] στην Βικιπαίδεια''
#: ''Δείτε επίσης: [[:w:el:Ένωση συνόλων|ένωση συνόλων]] στην Βικιπαίδεια''
#: [https://commons.wikimedia.org/wiki/Category:Union_(set_theory) union (set theory)], εικόνες στα Wikimedia Commons


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
Γραμμή 73: Γραμμή 74:
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
{{))}}
{{))}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-αρχή|μαθηματικά - θεωρία συνόλων}}
* {{en}} : {{τ|en|union}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}



Αναθεώρηση της 18:42, 9 Φεβρουαρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

ΛΑΘΟΣ ΚΛΙΣΗ. Για προπαροξύτονα θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε την {{el-κλίση-'δύναμη'}} ή την {{el-κλίση-'παγκοσμιοποίηση'}}

Ετυμολογία

ένωση < αρχαία ελληνική ἕνωσις < ἑνόω / ἑνῶ < εἷς < πρωτοελληνική *hens < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sḗm / *smih₂ < *séms < *sem- (ένας, μαζί)
{σημασία: σύμπραξη) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική union
(χημεία) < (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Verbindung)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

ένωση θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ενώνω
    1. η σύνδεση διαφόρων προσώπων ή πραγμάτων σε μία ενότητα ή σύνολο
    2. η σύμπραξη διαφόρων προσώπων ή πολυπρόσωπων συνόλων και η υπαγωγή τους σε μια ενιαία διοίκηση
      Ευρωπαϊκή Ένωση
      Σοβιετική Ένωση / Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών
      Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών
      → δείτε τη λέξη σωματείο
  2. Πρότυπο:χημ η χημική ένωση
  3. Πρότυπο:μαθ η πράξη της ένωσης δύο ή περισσοτέρων συνόλων
    Δείτε επίσης: ένωση συνόλων στην Βικιπαίδεια
    union (set theory), εικόνες στα Wikimedia Commons

Συγγενικά

Μεταφράσεις