ζωγραφίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Παθητικη φωνη
Ετικέτες: Οπτική επεξεργασία Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 17: Γραμμή 17:
* [[ζωγραφέω]]
* [[ζωγραφέω]]


===={{κλίση}}====
===={{κλίση}} παθητικη φωνη====
{{el-κλίσ-'νομίζω'}}
<br />{{el-κλίσ-'νομίζω'}}
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 12:40, 23 Φεβρουαρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ζωγραφίζω < ζωγράφος

Ρήμα

ζωγραφίζω

  1. σχεδιάζω γραμμές και/ή καλύπτω επιφάνειες με χρώματα, ώστε να δημιουργήσω μία ζωγραφική εικόνα, να αναπαραστήσω πρόσωπα ή πράγματα ή αφηρημένες εικόνες και να φέρω ένα αισθητικό αποτέλεσμα
  2. είμαι ζωγράφος
  3. (μεταφορικά, οικείο) εκτελώ με δεξιοτεχνία μια συγκεκριμένη εργασία
    Πολύ ωραίο κείμενο αυτό που έστειλες στο περιοδικό. Ζωγράφισες πάλι!
     συνώνυμα: γράφω

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Κλίση παθητικη φωνη


Μεταφράσεις