τρίβω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) μ Ανάκληση των αλλαγών 2A02:587:5607:7C00:18C9:DB28:DDB:EFD1 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Llevantine Ετικέτα: Επαναφορά |
|||
Γραμμή 21: | Γραμμή 21: | ||
* [[τρίφτης]] |
* [[τρίφτης]] |
||
* [[τρίψιμο]] |
* [[τρίψιμο]] |
||
* [[ξύσιμο]] |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 16:28, 24 Φεβρουαρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρίβω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρίβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *terh₁-[1] (τρίβω)
Ρήμα
τρίβω, πρτ.: έτριβα, στ.μέλλ.: θα τρίψω, αόρ.: έτριψα, παθ.φωνή: τρίβομαι, μτχ.π.π.: τριμμένος
- (κάτι με κάτι άλλο) μετακινώ κυκλικά ή παλινδρομικά ένα αντικείμενο πάνω σε μια επιφάνεια (η επιφάνεια είναι το αντικείμενο του ρήματος)
- τρίβω τον τοίχο με το γυαλόχαρτο
- (ειδικότερα) (για το σώμα) εφαρμόζω πίεση με τα χέρια πάνω σε μέρος του σώματος (ως αντικείμενο τίθεται το μέρος του σώματος ή το άτομο)
- η φυσικοθεραπεύτρια τον έτριψε γερά στο πόδι / του έτριψε γερά το πόδι
- μετατρέπω κάτι σε πολύ μικρά κομμάτια χρησιμοποιώντας ειδική συσκευή, τον τρίφτη
- ο μάγειρας έτριψε λίγο τυρί και πασπάλισε τα μακαρόνια
Συγγενικά
Μεταφράσεις
τρίβω
Αναφορές
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
τρίβω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *terh₁-[1] (τρίβω)
Ρήμα
τρίβω
Κλίση
Αναφορές
Πηγές
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)