λογική: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
βλέπε |
|||
Γραμμή 20: | Γραμμή 20: | ||
===={{βλέπε}}==== |
===={{βλέπε}}==== |
||
{{ΒΠ}} |
{{ΒΠ}} |
||
{{ΒΠ|Λογική (αποσαφήνιση)|Λογική (αποσαφήνιση)}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 23:20, 24 Φεβρουαρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λογική | ||
γενική | της | λογικής | ||
αιτιατική | τη | λογική | ||
κλητική | λογική | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- λογική < θηλυκό του επίθ.ετου λογικός ως ουσ.
Ουσιαστικό
λογική θηλυκό, μόνο στον ενικό
- γνώση που βασίζεται και πηγάζει από αυστηρούς κανόνες αληθείας
- Πρότυπο:μαθ κλάδος των καθαρών μαθηματικών
Εκφράσεις
- κοινή λογική: η αίσθηση του σωστού και του λάθους - και η ικανότητα κρίσης που αυτή έπεται - οι οποίες είναι κοινές σε όλους
- αυτό στερείται κάθε έννοια λογικής: είναι τελείως ανακόλουθο με τον εαυτό του
Πολυλεκτικοί όροι
Δείτε επίσης
- λογική στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
λογική