λογική: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
βλέπε
Γραμμή 20: Γραμμή 20:
===={{βλέπε}}====
===={{βλέπε}}====
{{ΒΠ}}
{{ΒΠ}}
{{ΒΠ|Λογική (αποσαφήνιση)|Λογική (αποσαφήνιση)}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 23:20, 24 Φεβρουαρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η λογική
      γενική της λογικής
    αιτιατική τη λογική
     κλητική λογική
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λογική < θηλυκό του επίθ.ετου λογικός ως ουσ.

Ουσιαστικό

λογική θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. γνώση που βασίζεται και πηγάζει από αυστηρούς κανόνες αληθείας
  2. Πρότυπο:μαθ κλάδος των καθαρών μαθηματικών

Εκφράσεις

  1. κοινή λογική: η αίσθηση του σωστού και του λάθους - και η ικανότητα κρίσης που αυτή έπεται - οι οποίες είναι κοινές σε όλους
  2. αυτό στερείται κάθε έννοια λογικής: είναι τελείως ανακόλουθο με τον εαυτό του

Πολυλεκτικοί όροι

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

λογική

Ομώνυμα / Ομόηχα