αναπληρώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Αντικατάσταση el-κλίσ-'ενώνω' με el-κλίσ-'δηλώνω'
Γραμμή 23: Γραμμή 23:
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|ΧΧΧ}} -->
* {{fr}} : {{τ|fr|remplacer}} (''κάποιον''), {{τ|fr|combler}} (''μια έλλειψη'')
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 18:30, 25 Φεβρουαρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναπληρώνω < αρχαία ελληνική αναπληρόω -ῶ(γεμίζω ξανά)

Ρήμα

αναπληρώνω

  1. αντικαθιστώ κάποιον και εκτελώ τις λειτουργίες που, για κάποιον προσωρινό ή μόνιμο λόγο, δεν είναι σε κατάσταση να εκπληρώσει μόνος του

Κλίση

Μεταφράσεις