προσδοκία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 71: Γραμμή 71:
{{μτφ-αρχή|παρά πάσαν προσδοκίαν}}
{{μτφ-αρχή|παρά πάσαν προσδοκίαν}}
* {{fr}} : {{τ|fr|contre toute attente}}
* {{fr}} : {{τ|fr|contre toute attente}}
* {{de}} : {{τ|de|wider Erwarten}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}
{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 19:31, 1 Μαρτίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'θάλασσα'

Ετυμολογία

προσδοκία < αρχαία ελληνική προσδοκία

Ουσιαστικό

προσδοκία θηλυκό

  1. το να αναμένεις, να ελπίζεις, ότι θα συμβεί κάτι (καλό ή κακό)

Συγγενικά

Εκφράσεις

  • παρά πάσαν προσδοκίαν: (λόγιο) αντίθετα με αυτό που περιμέναμε

Μεταφράσεις