compassion: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ήχος fr
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
==={{ουσιαστικό|en}}===
==={{ουσιαστικό|en}}===
{{τ|en|{{PAGENAME}}}}
{{τ|en|{{PAGENAME}}}}
* [[συμπόνια]]
* η [[συμπόνια]]





Αναθεώρηση της 12:26, 5 Μαρτίου 2020

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

compassion (en)



Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
compassion compassions

compassion (fr) θηλυκό

  1. συμπόνια

Συγγενικά

  • → δείτε τη λέξη compatir