αναγωγή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|ἀναγωγή}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{προσχέδιο}}
{{el-κλίσ-'ψυχή'}}
{{el-κλίσ-'ψυχή'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ανάγω]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ|grc|el|ἀναγωγή}} < [[ἀνάγω]] < [[ἄγω]] (2,3: {{μτφδ|fr|el|réduction}})

==={{προφορά}}===
{{ΔΦΑ|anaɣɔˈʝi|γλ=el}}
:{{συλλ|α|να|γω|γή}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
#η [[αναφορά]] σε κάτι [[παλαιότερο]] που το γνωρίζουμε ή μάς είναι [[οικείο]]
# [[ανύψωση]]
#{{μαθ}} η [[απλοποίηση]] ενός [[κλάσμα]]τος και η [[μετατροπή]] του σε κάτι άλλο [[ισοδύναμο]]
#{{χημ}} η [[προσθήκη]] ή [[αφαίρεση]] [[οξυγόνο]]ς σε/από μία [[χημική ένωση]]


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
* [[ανάγω]]
*{{βλ|ανάγω|άγω}}
* [[αναγωγικός]]


===={{σύνθετα}}====
===={{σύνθετα}}====
Γραμμή 17: Γραμμή 22:


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή|είδος χημικής αντίδρασης}}
{{μτφ-αρχή|{{χημ}}}}
* {{en}} : {{τ|en|reduction}}
* {{en}} : {{τ|en|reduction}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 60: Γραμμή 65:
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-τέλος}}

{{μτφ-αρχή|{{μαθ}}}}
* {{en}} : {{τ|en|reduction}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}



Αναθεώρηση της 15:22, 21 Μαρτίου 2020

Δείτε επίσης: ἀναγωγή

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναγωγή οι αναγωγές
      γενική της αναγωγής των αναγωγών
    αιτιατική την αναγωγή τις αναγωγές
     κλητική αναγωγή αναγωγές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναγωγή < αρχαία ελληνική ἀναγωγή < ἀνάγω < ἄγω (2,3: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική réduction)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐γω‐γή

Ουσιαστικό

αναγωγή θηλυκό

  1. η αναφορά σε κάτι παλαιότερο που το γνωρίζουμε ή μάς είναι οικείο
  2. Πρότυπο:μαθ η απλοποίηση ενός κλάσματος και η μετατροπή του σε κάτι άλλο ισοδύναμο
  3. Πρότυπο:χημ η προσθήκη ή αφαίρεση οξυγόνος σε/από μία χημική ένωση

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις