αυλή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 19: | Γραμμή 19: | ||
==== {{σύνθετα}} ==== |
==== {{σύνθετα}} ==== |
||
{{((}} |
{{((}} |
||
* |
*[[αυλάρχης]] |
||
* |
*[[αυλόγυρος]] |
||
* |
*[[αυλόδουλος]] |
||
* |
*[[αυλόθυρα]] |
||
* |
*[[αυλοκόλακας]] |
||
* |
*[[αυλόπορτα]] |
||
* |
*[[αυλότοιχος]] |
||
* |
*[[εναύλιος]] |
||
* |
*[[περιαύλιο]] |
||
*[[προαυλίζομαι]] |
|||
*[[προαύλιο]] |
|||
*[[προαύλιος]] |
|||
{{))}} |
{{))}} |
||
Αναθεώρηση της 05:29, 6 Απριλίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυλή | οι | αυλές |
γενική | της | αυλής | των | αυλών |
αιτιατική | την | αυλή | τις | αυλές |
κλητική | αυλή | αυλές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αυλή < αρχαία ελληνική αὐλή
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
αυλή θηλυκό
- υπαίθριος περιφραγμένος χώρος που ανήκει σε ένα σπίτι-κτήριο
- το σύνολο των αυλικών, των αξιωματούχων και συμβούλων που πλαισιώνουν έναν ηγεμόνα
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
ο υπαίθριος χώρος ενός σπιτιού