σύνδεση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
συγγενικά |
→{{συγγενικά}}: τυπο |
||
Γραμμή 27: | Γραμμή 27: | ||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
* [[συνδεδεμένος]] |
|||
* [[δυνδεδεμένος]] |
|||
* [[σύνδεσμος]] |
* [[σύνδεσμος]] |
||
* [[συνδετήρας]] |
* [[συνδετήρας]] |
Αναθεώρηση της 20:14, 8 Απριλίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
ΛΑΘΟΣ ΚΛΙΣΗ. Για προπαροξύτονα θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε την {{el-κλίση-'δύναμη'}} ή την {{el-κλίση-'παγκοσμιοποίηση'}}
Ετυμολογία
- σύνδεση < αρχαία ελληνική σύνδεσις
Ουσιαστικό
σύνδεση θηλυκό
- η ένωση δυο ή περισσότερων πραγμάτων
- η επικοινωνία με το διαδίκτυο ή μια ιστοσελίδα
- Σύνδεση στο Facebook.
- Σύνδεση στο Ίντερνετ.
- η συσχέτιση μεταξύ δυο ή περισσότερων πραγμάτων
- Η αστυνομία βρήκε μια σύνδεση μεταξύ των δυο φόνων.
- Πρότυπο:προγρ η συσχέτιση ενός ονόματος (μεταβλητής, συνάρτησης, κλπ) με μια οντότητα (κώδικας ή δεδομένα) ενός προγράμματος
- συνώνυμο: δέσμευση
Σύνθετα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συνένωση
προγραμματισμός