κρίση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
|||
Γραμμή 12: | Γραμμή 12: | ||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
* |
*[[κρισιακός]] |
||
* [[κρίσιμος]] |
* [[κρίσιμος]] |
||
*{{βλ|κρίνω}} |
|||
* [[κριτής]] |
|||
* [[κριτικός]] |
|||
===={{σύνθετα}}==== |
===={{σύνθετα}}==== |
Αναθεώρηση της 06:08, 14 Απριλίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρίση | οι | κρίσεις |
γενική | της | κρίσης* | των | κρίσεων |
αιτιατική | την | κρίση | τις | κρίσεις |
κλητική | κρίση | κρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- κρίση < αρχαία ελληνική κρίσις
Ουσιαστικό
κρίση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κρίνω, η νοητική ενέργεια που οδηγεί σε μια απόφαση ή επιλογή
- το αφήνω στην κρίση σας
- η απότομη όξυνση ενός προβλήματος
- οικονομική κρίση
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
απόφαση, επιλογή